Γρατζουνάει η καταδίκη της λέξης «τελευταίος»· τελευταία φορά, τελευταία αγκαλιά, τελευταίο φιλί. Γρατζουνάει και το βλέμμα που τη συνοδεύει, ιδίως όταν περικλείει τόσο ξεδιάντροπα εκείνο το «πες μου ότι κάνω λάθος», αυτό το βοών «σταμάτα με», κάποιο μουγκό «κάνε κάτι για να μη φύγω». Αφού δε θέλεις, τότε γιατί να φύγεις; Έλα μου ντε. Α, ξέχασα· «επειδή πρέπει», έτσι δεν είναι;
Πρέπει, ε; Να φύγεις λοιπόν, δε σε κρατάει κανένας με κόλπα και νάζια, να φύγεις και να μην έρχεσαι μιας κι έτσι πρέπει. Αφού έχεις τη δύναμη να το λες, εύχομαι να έχεις τη δύναμη και να το κάνεις. Να ζεις τη ζωή σου χωρίς σκοτούρες και να περνάς ωραία στα δεξιά κι αριστερά σου, εγώ θα σου ανοίξω όλες τις πόρτες του κόσμου για να μην καθορίζει καμία ανάγκη μου την οποιαδήποτε επιλογή σου, αφού η ανάγκη σου εν τέλει δεν είμαι εγώ.
Ούτε να στεναχωριέμαι θα με δεις. Θα σου επιτρέψω να απαλλαγείς από εμένα, απ’ τον τρόπο που σε φέρνω στα όριά σου, απ’ το θόρυβό μου, θα σου δώσω το ελεύθερο να είσαι όσο μακριά μου θέλεις, να ησυχάσεις χωρίς να ρουφάει η μυρωδιά μου τη λογική σου. Επειδή αν τύχει και τα καταφέρεις μάλλον θα έπρεπε να είχες φύγει από καιρό, κακά τα ψέματα. Εγωισμός ή αυτοσυντήρηση; Λες κι έχει σημασία πια.
Να μην έρχεσαι, γιατί αν αντέχεις να μην έρχεσαι αυτό κάτι θα έχει να μου λέει. Να μην είσαι εδώ κι επίσημα, επειδή κουράστηκα να μου λείπεις ανεπίσημα κι αν η λογική σου είναι πιο δυνατή απ’ την καρδιά σου τότε κράτα την πιο γερά απ’ όσο κρατούσες εμένα, θα σε γλιτώσει από πολλά δεινά. Μην ανησυχείς, μικρό το κακό, ειδικά αν σκεφτείς πως ουδέποτε κανείς πόνταρε ουσιαστικά στο «εδώ» σου.
Να μείνεις εκεί που είσαι, γιατί το τίποτα οι άνθρωποι το αντέχουμε πιο εύκολα απ’ το περίπου· κι αν συνηθίσαμε με τα χρόνια στα δικά μας, ξεχωριστά τίποτα το συγκεκριμένο περίπου λογικό να μας καθίσει στο στομάχι. Επειδή αν ξέρω πως αντέχεις, πως δε σε πειράζει, τότε είμαι κι εγώ καλύτερα. Άλλωστε δε θα έχω χάσει και τίποτα· τίποτα με προοπτικές, τίποτα με πάθος, τίποτα που να λέει «να πάνε να γαμηθούν όλα, εμένα μου αρκεί να έχω το δικαίωμα να σε μυρίζω». Μόνο ένα χλιαρό συναίσθημα που ελέγχεται, που μπαίνει σε κουτάκια, που αποστειρώνεται. Μικρή η χασούρα λοιπόν· κανόνισε εσύ να αντέχεις να μην έρχεσαι κι εγώ θα κανονίσω να φανεί σαν ένα τεράστιο τίποτα.
Γενναίος στην τελική στέκεται μόνο όποιος θέλει κάτι πολύ, όταν καίγεται, όταν χίλιοι φόβοι του δε φτάνουν ούτε στο ελάχιστο την οποιαδήποτε λαχτάρα του κι εγώ σε αυτό σου το ζύγι μάλλον έχανα από καιρό, κι αυτό χωρίς να παίζω εδώ που τα λέμε. Να μην έρχεσαι λοιπόν, δε θα μου λείψεις παραπάνω. Αγκάλιασε την ασφάλειά σου, να αγκαλιάσω κι εγώ τη δική μου και πάμε παρακάτω έτσι όμορφα και νοικοκυρεμένα.
Να μην έρχεσαι, χάρη θα μου κάνεις. Άλλωστε όλοι έτσι δε σκεφτόμαστε πλέον; Να γεμίζουν τα κρεβάτια μας κι οι τσέπες μας, για την ψυχή μας ούτε λόγος. Να μείνεις εκεί λοιπόν, σε αυτό που ξέρεις να κάνεις καλά, αν το μέσα σου είναι πιο ήσυχο χωρίς εμένα· αν η σκέψη πως με ακουμπάνε άλλοι δε σε αρρωσταίνει, αν το κεφάλι σου δεν ανεβάζει θερμοκρασία όταν ακούς κάποιον ν’ αναφέρει τυχαία το όνομά μου, αν στην τελική αντέχεις να μην είσαι εσύ εκείνο το μήνυμα που έχει τη δύναμη να με κάνει να χαμογελάω σε ώρες περίεργες.
Επειδή αν τύχει και δεν το αντέξεις τα φρένα σου μπορεί να μην πιάνουν άλλο στην κατηφόρα και τα χειρόφρενα απαιτούν οδηγούς επιδέξιους. Επειδή αν δε σκαμπάσεις απ’ την αδιαφορία μου και κάνεις κανένα αστείο να σε δω στην πόρτα μου στα καλά καθούμενα θα ξέρω πως ήταν επιλογή σου κι ανάγκη σου, ξεκάθαρο ξεβόλεμα, και τότε ίσως αναγκαστώ να σε πιστέψω. Οπότε άστο καλύτερα, μην ξοδεύεις ανθρώπους ακριβούς χωρίς λόγο και μείνε εκεί που είσαι, αρκετά με τις λάθος εντυπώσεις.
Να μην έρχεσαι λοιπόν αν αυτό σου λέει η ψυχή σου, αν τα σπάνια συναισθήματα που τόσο όμορφα περιγράφεις δε σου είναι τελικά και τόσο σπάνια.
Άλλωστε, για τη δική μας τελευταία φορά ίσως το φταίξιμο να είναι όλο δικό μου. Ίσως να πρέπει κάποτε οι άνθρωποι να μάθουμε να προστατεύουμε τους εαυτούς μας από κάθε βολικό «θέλω, αλλά…» που βαφτίσαμε έρωτα, κι από όλα εκείνα τα θλιβερά «πού και πού» τα οποία με τη βία ονομάσαμε ενδιαφέρον.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη