Πολλούς ορισμούς έχω διαβάσει για τη λέξη «οικογένεια» κι άλλους τόσους έχω ακούσει από γνωστούς και φίλους εν μέσω συζητήσεων κι ανταλλαγής απόψεων. Άλλοι με σθένος υποστήριζαν πως οικογένεια είναι όλοι εκείνοι οι οποίοι έχουν κοινό DNA με σένα, άποψη πρακτική και θεωρητικά βάσιμη, άλλοι θεωρούσαν οικογένεια μόνο τους συγγενείς πρώτου βαθμού, ενώ κάποιοι σκληροπυρηνικοί απέδιδαν τον όρο ως τίτλο ευγενείας μόνο σε όσους τον άξιζαν, μοιράζονταν-δε μοιράζονταν γενετικό υλικό.

Όχι πως είχα ποτέ μου αντίθετη άποψη, μα ακούγοντάς τους όλους προσεκτικά δεν μπορούσα παρά να συμφωνήσω έντονα με τους τελευταίους· εκείνους που θεωρούσαν τη συγγένεια καθαρή κοινωνική επινόηση που τις περισσότερες φορές αποδεικνύεται τοξική κι άνευ σημασίας για τους εμπλεκόμενους σε αυτή, οι οποίοι δείχνουν να ζορίζονται απ’ τις συμβάσεις και τα «πρέπει» που τους επιβάλλονται, επιταγές τις οποίες αν δεν ακολουθήσουν, σπάνια γίνονται αποδεκτοί απ’ την υπόλοιπη αγέλη, βλέπε σόι.

Ήμουν πάντα, λοιπόν, με εκείνους που υποστήριζαν πως με την ίδια λογική που δεν είναι φίλος σου οποιοσδήποτε θυμάται τα γενέθλιά σου, που δεν είναι σπίτι σου οποιοδήποτε οίκημα κατοικείς, που δεν είσαι εσύ αυτοκίνητο όταν πηγαίνεις στο γκαράζ, έτσι δεν είναι πάντα οικογένεια σου όσοι έχουν το ίδιο αίμα μ’ εσένα, απλό.

Κι αν σου μοιάζει κομματάκι τραβηγμένο, σκέψου αν είναι πραγματικά οικογένειά σου οι συγγενείς αυτοί που δε χάνουν ευκαιρία να σου υπογραμμίζουν τι κάνεις λάθος, απλά και μόνο επειδή δε ζεις με τον τρόπο που εκείνοι ορίζουν ως σωστό, άνθρωποι που δε χάνουν ευκαιρία να σου πουν χαιρέκακα «στα ‘λεγα εγώ» στερώντας σου θεωρητικά το ανθρώπινο δικαίωμα στο πάθε-μάθε ή οποιοσδήποτε ανόητος σου προκαλεί δυσφορία και μόνο που υπάρχει και τον συναναστρέφεσαι «για χάρη» των γονιών σου.

Πες μου τώρα, με το χέρι στην καρδιά, αν αξίζει να θεωρείται οικογένεια εκείνος ο πατέρας που εγκατέλειψε το παιδί του για να ξαναζήσει μια δεύτερη νιότη, εκείνη η αδερφή της μάνας σου που το μόνο που τη νοιάζει είναι πόσο πάχυνες και πότε θα κάνεις παιδιά τώρα που σε «πήραν μπάλα τα τριάντα», τα υπερφίαλα ξαδέρφια σου που αν δεν ήταν οι οικογενειακές συμμαζώξεις κι οι γονείς σας, θα τους είχες μπλοκάρει όχι μόνο απ’ τα social media αλλά κι από τον πλανήτη τον ίδιο και γενικότερα οποιοσδήποτε συγγενής των γονιών σου καταστρέφει παρασιτικά την ψυχολογία σου με τα λόγια και την ύπαρξή του.

Πες μου, απ’ την άλλη, γιατί ορισμένοι άνθρωποι θεωρούνε τραβηγμένο να ορίζονται ως συγγενείς εκείνοι οι οικογενειακοί φίλοι που ήταν πάντα εκεί σε ώρα ανάγκης, ακόμα κι αν αυτή η ώρα ήταν τέσσερις το πρωί, αν ήταν δεκαπενταύγουστος ή τα γενέθλια του παιδιού τους, οι κολλητοί μας που στο πτυχίο μας πανηγύρισαν για τη χαρά μας περισσότερο από εμάς, οι δάσκαλοι εκείνοι που από αγάπη μας έδειχναν συμπαράσταση σε περίοδο Πανελληνίων, ή γιατί να θεωρείται τρελό από κάποιους να χαρακτηρίζεις οικογένεια τον σκύλο σου που δε χρειάζεται να εξηγήσω καν γιατί αξίζει τον τίτλο του συγγενή, όποιος σκαμπάζει από ανιδιοτελή αγάπη καταλαβαίνει.

Μη με παρεξηγείς, γνωρίζω αρκετές οικογένειες ζηλευτές κι αγαπημένες, μα στην πλειοψηφία τους τα σόγια είναι βραχνάς κι αλυσίδα με σιδερένια μπάλα, από εκείνες που φοράνε οι κατάδικοι για να μην μπορούν να δραπετεύσουν. Μη νιώθεις άσχημα αν αυτή την αλυσίδα εσύ έχεις τη θέληση, ίσως και τη δύναμη να τη σπάσεις, είναι δικαίωμά σου κι όποιος σε αγαπάει θα το δεχτεί και θα σε αφήσει να κάνεις τις επιλογές σου.

Η αγάπη κι ο σεβασμός κερδίζονται, δεν είναι ρεζερβέ, οπότε μην κάνεις ποτέ προτεραιότητα ανθρώπους ανάξιους του ενδιαφέροντός σου, πλάσματα τοξικά για τα οποία είσαι καλός μόνο όταν δεν είσαι καλύτερος από αυτούς, που δε θαυμάζουν τα ταλέντα σου, που δε σε αγκαλιάζουν στοργικά στις αποτυχίες σου, που όχι μόνο δε λυπούνται με τη λύπη σου, μα ακόμα χειρότερα δε χαίρονται ποτέ ειλικρινά με τη χαρά σου. Μην το κάνεις για χάρη κανενός, ούτε καν των γονιών σου. Έχεις το δικαίωμα να μην τους αγαπάς αν δε σου έχουν δώσει κάτι ν’ αγαπήσεις κι έχεις κάθε δίκιο να μένεις μακριά απ’ το βλαβερό τους ενδιαφέρον αν η φυγή σου εγγυημένα θα σου προσφέρει ψυχική ισορροπία.

Οικογένειά μας είναι οι άνθρωποι που μας δέχονται γι’ αυτό που είμαστε, όπως και σπίτι μας είναι το μέρος εκείνο στο οποίο αισθανόμαστε περισσότερο αρμονικά με το εγώ μας.  Αυτό σημαίνει πως δικοί μας άνθρωποι μπορεί, στην τελική, να είναι οι φίλοι μας εκείνοι με τους οποίους μεγαλώσαμε μαζί κι όχι τα ξαδέρφια μας, άνθρωποι οι οποίοι έχουν δώσει με τα χρόνια τα διαπιστευτήριά τους και δε φέρουν αυθαίρετα έναν τίτλο βαρύ λόγω μιας τυχάρπαστης συγγένειας αίματος, με την ίδια λογική που σπίτι μας μπορούμε να ονομάσουμε την πόλη στην οποία σπουδάσαμε, εξελιχθήκαμε και βρήκαμε τον εαυτό μας, κι όχι εκείνη στην οποία έτυχε να γεννηθούμε και να μεγαλώσουμε, αν δε μας εξέφρασε ποτέ ή κατέληξε να μας πνίγει.

Δεν είσαι άκαρδος, απλά επιλέγεις να μην είσαι θύμα ενοχικών εμμονών. Τη διαφορά δε θα την καταλάβει κανένας άνθρωπος που και να σε έβλεπε να περπατάς στο νερό θα έλεγε πως το κάνεις επειδή δεν ξέρεις να κολυμπάς, θα την καταλάβει όμως η ψυχή σου. Αυτήν οφείλεις να εμπιστεύεσαι.

 

Συντάκτης: Φρόσω Μαγκαφοπούλου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη