Σκέφτηκες ποτέ ότι μπορεί να περάσουν μέρες μέχρι να σε δω; Το παρατήρησες ποτέ ή μόνο εγώ θυμάμαι ακόμη και τι ώρα ήταν την τελευταία φορά που γύρισα να σε χαιρετήσω άλλη μια φορά πριν φύγω;
Σου πέρασε ποτέ απ’ το μυαλό ότι όταν οδηγώ σε βλέπω να χαμογελάς πάνω στο τζάμι μου στη διασταύρωση Μεσογείων και Κατεχάκη; Είχες φανταστεί ότι μόλις σβήσω τα φώτα για να κοιμηθώ, ξαφνικά το ταβάνι μεταμορφώνεται σε σκηνή σινεμά κι απάνω του προβάλλονται μόνες τους όλες οι στιγμές που πέρασα δίπλα σου; Και, ξέρεις, αυτό το μηχάνημα προβολής δεν έχει on και off. Απ’ τη στιγμή που ξεκινάει να δείχνει, δε θα σταματήσει μέχρι να τελειώσει η ταινία. Δεν απασχολεί κανέναν αν το πρωί το ξυπνητήρι μου θα χτυπήσει στις 7:30.
Λένε ότι «μάτια που δε βλέπονται, γρήγορα λησμονιούνται». Ψέματα είναι. Εγώ, όσο περισσότερος καιρός περνάει χωρίς να σε δω, τόσο πιο ανυπόμονη γίνομαι. Κάθομαι και μετράω μέρες κι ώρες -67 ακόμα μέχρι να σε ξανασυναντήσω- κι ας μην το παραδέχομαι. Πολλές φορές, όμως, το μέτρημά μου πάει στράφι. Δεν είσαι εκεί. «Στ’ αμφιθέατρα σε ψάχνω, στους διαδρόμους και τους δρόμους». Μουρμουρίζω το Σαββόπουλο θυμωμένη, λες και φταίει αυτός που εσύ δεν ήρθες. Μετά, εντελώς μαζοχιστικά, ξεκινάω καινούρια αντίστροφη μέτρηση.
Αλλά κι εσύ εμφανίσου, άνθρωπε! Εδώ, μπροστά μου. Ξαφνικά, να μη σε περιμένω. Να μην έχω χρονομετρήσει μέχρι και το τελευταίο λεπτό, να μην έχω προετοιμάσει τις ατάκες μου, να μην τις έχω διορθώσει κι επαναλάβει τόσες φορές μέχρι να γίνουν κλισέ στο στόμα μου.
Ξέρεις, κάθε φορά που περιμένω να σε δω και δεν εμφανίζεσαι, σε περνάω γενεές δεκατέσσερις που με στήνεις, κι ας μην το ξέρεις ότι είμαι εκεί και περιμένω. Θυμώνω, βαράω τον τοίχο, φυσάω και ξεφυσάω και μετά συγχύζομαι με το εαυτό μου που μπαίνω σ’αυτήν τη διαδικασία. Και τη στιγμή που έχω πάρει απόφαση ότι αυτή ήταν η τελευταία φορά που ήρθα χωρίς να ξέρω αν είσαι εκεί, ανοίγει η πόρτα και βγαίνεις απ’ την αίθουσα. Δε θέλει και ρώτημα, φυσικά και τα ξεχνάω όλα αυτοστιγμεί. Μια φωνούλα στο κεφάλι μου μού υπενθυμίζει θριαμβευτικά ότι πάλι δικαιώθηκε. Πάλι, λέμε τώρα… Απλώς μια καλή δικαιολογία για την επόμενη φορά που θα ξαναξεροσταλιάσω.
Αν δεν είσαι εδώ, αν δεν μπορώ να σε δω μπροστά μου, πώς νομίζεις ότι θα καταπιώ το τρέμουλο που με κάνει να μοιάζω με ασθενή που έχει πάρκινσον; Πώς θα κάνω την καρδιά μου που χτυπάει σαν τουμπελέκι σε χορό εκστατικής τελετής να σκάσει, γιατί δεν ακούω τι γίνεται γύρω μου; Αν δεν είσαι εδώ, πώς θα μπορέσω να σε πλησιάσω με το πιο ηλίθιο χαμόγελο του κόσμου στο στόμα και τη γλώσσα κολλημένη στον ουρανίσκο, βγάζοντας άναρθρες κραυγούλες που παλεύουν να γίνουν κατανοητός λόγος;
Κάνα δυο φορές με έχω πιάσει να σκέφτομαι τι θα σου έλεγα αν ήσουν εδώ. Φτιάχνω διαλόγους με το βλέμμα χαμένο στο κενό κι έρχονται να με σκουντήξουν και να με ρωτήσουν αν είμαι καλά και πού πετάει το μυαλό μου. Θα είχε πλάκα να γίνονταν πράγματι κάποτε αυτοί οι διάλογοι. Έχω σκεφτεί μερικές ωραίες ατάκες. Ίσως θα’πρεπε να τις γράψω, να τις κάνω σενάριο και να σου δώσω κι εσένα ένα αντίτυπο, για να ξέρεις τι θα πεις. Γιατί αλλιώς προκοπή δε βλέπω.
Ναι, το ’χω σκεφτεί ότι ένα απλό τηλεφώνημα θα μπορούσε να έχει λύσει όλα μου τα προβλήματα. Αλλά η τηλεφωνική γραμμή δεν είναι αυτό που ζητάω. Δεν μπορώ να σε σκουντήξω συνωμοτικά απ’ το τηλέφωνο ούτε να σου σηκώσω ειρωνικά τα φρύδια όταν μιλάς για να σε κάνω ν’αρχίσεις να αναρωτιέσαι τι δε μ’ άρεσε απ’ όσα είπες. Ούτε μπορώ να δω αυτήν την παράσταση που δίνεις ολόκληρος όταν μιλάς εσύ. Γιατί δε μιλάς απλώς. Εκτός από τα λόγια σου μιλούν και τα χέρια και τα μάτια σου. Τι να μου κάνει ένα τηλέφωνο;
Δεν είναι ένα πρακτικό ζήτημα αυτό που θέλω να λύσω, για να το κάνω με μια κλήση. Πρέπει να σε δω πρώτα, πρέπει είσαι εδώ.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη