Εμείς οι άνθρωποι έχουμε πολύ συχνά αυτή την ψευδαίσθηση του «αποκλείεται να συμβεί σε μένα». Νομίζουμε πως είμαστε απλοί παρατηρητές στις τραγωδίες που διαδραματίζονται γύρω μας και πως ποτέ δε θα βρεθούμε να είμαστε οι πρωταγωνιστές τους- λες κι είμαστε ξεχωριστοί, λες και κάτι ανώτερο μας προστατεύει.
Το πιο πρόσφατο παράδειγμα που επιβεβαιώνει τέτοιου είδους συμπεριφορά, που μου έρχεται στο μυαλό, είναι η πανδημία που ζούμε την τελευταία διετία. Στην αρχή έμοιαζε με ιντερνετικό κακόγουστο αστείο. Η Γιουχάν ήταν μακριά μας «σιγά μην φτάσει εδώ, η Κίνα είναι στην άλλη άκρη της γης». Από την Κίνα στην Ευρώπη, στη γειτονική Ιταλία κι από εκεί το 1ο κρούσμα στη χώρα μας ήταν γεγονός. Την υπόλοιπη ιστορία τη γνωρίζουμε, ο καθένας από το φίλτρο του.
Το θέμα είμαι πως ενώ ο κόσμος γύρω μας καιγόταν, οι περισσότεροι φαίνονταν δύσπιστοι για το τι συμβαίνει εκεί έξω, μέχρι να βρεθούν στο κέντρο της δίνης. Βλέπεις, πολύ δύσκολα πιστεύεις πως κάτι αόρατο στο ανθρώπινο μάτι μπορεί να σε κάνει να χάσεις τον κόσμο σου από τη μια στιγμή στην άλλη. Το χείριστο είναι να υποτιμούμε την κατάσταση και να τα θεωρούμε όλα δεδομένα. Πως όμως μια πανδημία μπορεί να επηρεάσει μια ιστορία αγάπης;
Όταν αρρώστησε η γιαγιά με τον παππού, όλοι γίναμε μάρτυρες του τι είναι ικανή η αγάπη να καταφέρει, κάτι που μόνο σε ταινίες είχαμε δει. Τα πρώτα συμπτώματα ξεκίνησαν αθώα -με λίγο πυρετό κι έναν μικρό βήχα τίποτα ανησυχητικό- σιγά και τι μπορεί να πάει στραβά; Οι μέρες περνούσαν κι η κατάσταση σταθερά επιδεινωνόταν, αλλά και πάλι τι χειρότερο μπορεί να συμβεί; «Έχουμε περάσει και χειρότερα.»
Το οξυγόνο κατέβαινε και το κουδουνάκι του κινδύνου είχε ξεκινήσει ν’ ακούγεται αμυδρά. Οι φωνές στα τηλέφωνα όμως πως όλα θα πάνε καλά ήταν παραπλανητικές σαν σειρήνες,«είμαστε μαζί, φροντίζουμε ο ένας τον άλλον». Το 90 του οξυμέτρου έφερε το νοσοκομείο πιο κοντά από ποτέ. Λίγα ρούχα, το πορτοφόλι, ένα κασετόφωνο για συντροφιά σ’ έναν σάκο και φύγαμε. Τα κλειδιά έμειναν στην πόρτα για να μπαινοβγαίνει οποίος μπορεί να ποτίζει τα λουλούδια- εξάλλου λίγες μέρες θα λείψουμε.
Είναι απίστευτο, πώς η σπίθα στο βλέμμα ενός ηλικιωμένου ζευγαριού στον διάδρομο ενός νοσοκομείου πριν μπουν σε χωριστά δωμάτια, μπορεί να σε κάνει να πιστέψεις πως εκεί έξω τελικά υπάρχει αγάπη. Τίποτα περισσότερο από μια μάτια κι ένα νεύμα, πως όλα θα πάνε καλά,«εγώ είμαι εδώ για σένα, μη φοβάσαι».
Η ανιδιοτέλεια που έχει μια τέτοια ματιά ξεπερνά κάθε τι εγωιστικό· να μην μπορείς να φροντίσεις τον εαυτό σου αλλά να με κάποιο μαγικό τρόπο να ξεπερνάς τις δυνάμεις σου για να βοηθήσεις τον άλλον. Κάθε πρωί να ξυπνάς με την ίδια ανησυχία -πώς είναι ο άνθρωπος μου; Να είσαι δίπλα του αλλά μην μπορείς να τον δεις. Να σας χωρίζει μια πόρτα, τόσο κοντά αλλά τόσο μακρυά παράλληλα.
Η κατάσταση έμοιαζε με βράχο που κυλάει σε κατήφορο: γρήγορη κι αναπόφευκτη. Τα νέα κάθε επόμενης μέρας ερχόντουσαν ν’ απαντήσουν στην ερώτηση της προηγούμενης, «τι μπορεί να πάει χειρότερα;». Η διασωλήνωση δεν άργησε, η ανάσα βάρυνε, η επαφή χανόταν κι ο πρώτος έπεσε, με μόνο μια έγνοια: Όλα να πάνε καλά για τον άλλον. Ίσως ο φόβος για το άγνωστο του θανάτου που εξαφανίζεται μπροστά στην αγωνία σου να τα καταφέρει ο άνθρωπός σου, να είναι ό,τι ονομάζουμε αγάπη.
Εκείνη δεν έμαθε ποτέ ότι ο αγαπημένος έφυγε, όχι έμπρακτα τουλάχιστον, αλλά όταν έχεις χτίσει μια ζωή με συνοδοιπόρο σε όλα τον ίδιο άνθρωπο, η απουσία του γίνεται αισθητή σε οποία κατάσταση κι αν βρίσκεσαι. Κι έτσι ακολουθείς. Πώς να γυρίσεις πίσω ξέροντας ότι τίποτα δε θα είναι πια το ίδιο; Ούτε ο θάνατος μπορεί να σταθεί εμπόδιο στην αγάπη χρόνων κι αυτό καθιστά την ιστορία από τραγωδία, σε ιστορία του «για πάντα».
Μπορεί τα λουλούδια να έμειναν απότιστα, το ψυγείο γεμάτο, τα ρούχα στ’ άπλυτα και τα κρεβάτια άστρωτα, αλλά τι να πουν αυτά μπροστά στη δύναμη του «για πάντα»;
Αφιερωμένο στον κυρ’ Βασίλη & την κυρά Τασία.
Θέλουμε και τη δική σου άποψη!
Στείλε το άρθρο σου στο info@pillowfights.gr και μπες στη μεγαλύτερη αρθρογραφική ομάδα!
Μάθε περισσότερα ΕΔΩ!
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου