Πολλές έννοιες, μία ουσία. Τι βιολογική, τι θετή, ή οτιδήποτε άλλο, ο καθένας ερμηνεύει τον όρο διαφορετικά. Πρόκειται για ένα κομβικό σημείο στη ζωή μιας γυναίκας και την αφετηρία της ζωής και της εξέλιξης για ένα παιδί. Το να είσαι μαμά είναι δύσκολη δουλειά. Δεν έρχεται με εγχειρίδιο οδηγιών χρήσης και χρειάζεται εγρήγορση 24/7 –ιδίως στην αρχή. Δεν ξέρεις αν το κάνεις σωστά, αλλά προσπαθείς για το καλύτερο δυνατό. Από τις λίγες μορφές σχέσεων σ’ αυτόν τον κόσμο που θα βρεις απεριόριστες ποσότητες αγάπης, στοργής κι ανιδιοτέλειας.
Τα χαρακτηριστικά της μητρότητας για τον καθένα έχουν άλλη απόχρωση και δύσκολα θα μπορούσαμε να δώσουμε ορισμό που να καλύπτει γενικώς κι αορίστως το τι κάνει μια μητέρα- πέραν των βιολογικών παραγόντων. Ωστόσο είναι φανερά ποια στοιχεία μιας γυναίκας δεν επηρεάζουν διόλου την ικανότητά της να είναι καλή μάνα –ή μήπως δεν είναι και τόσο αυτονόητα τελικά;
Δυστυχώς η αντίληψη πως μια γυναίκα οφείλει να παραιτείται από τις φιλοδοξίες, ανάγκες, θέλω της και να ξεχνά τον εαυτό της μόλις αποκτήσει παιδί, υπάρχει ακόμα τριγύρω μας και καλά κρατεί. Λες και μόλις αποκτήσεις παιδί οφείλεις να παραιτηθείς από τη ζωή, τον έξω κόσμο και πρέπει εσαεί να είσαι στο σπίτι κι αν δε, τολμήσεις να ξεμυτίσεις, πολλές φορές αυτομάτως κατεβαίνεις level. Είσαι λιγότερο καλή, άξια, στοργική, παρατάς το παιδί, «μα καλά, τι μάνα είσαι εσύ, δε νιώθεις τύψεις;».
Ε, λοιπόν, λιγότερο σοβαρή μάνα δε σε κάνει το βαθύ ντεκολτέ της μπλούζας σου, το χρώμα των μαλλιών σου ή οι μαγειρικές σου ικανότητες. Αδιάφορη δε σε κάνει η βραδινή έξοδος του Σαββάτου, η βόλτα, ή το 3ήμερο ταξίδι χωρίς παιδί/α. Άκαρδη δε σε κάνει το να πας στη δουλειά, η ανάγκη σου για εξέλιξη, ή η καριέρα σου. Ανεύθυνη δε σε κάνει το να σε νοιάζει η εμφάνισή σου, το να ξεκινάς γυμναστήριο για να φροντίσεις το σώμα σου, μετά τη γέννα. Χειρότερη δε σε κάνει που εκτός από μαμά είσαι κι άνθρωπος που συνεχίζει να έχει ανάγκες και μετά τη γέννηση του παιδιού του.
Όλα αυτά τα σχόλια κι άλλα τόσα, υφίστανται μέχρι σήμερα, όπως δυστυχώς είδαμε στη φωτογραφία της Χριστίνας Μπόμπα κι είναι απόρροια των αντιλήψεων που επικρατούσαν μέχρι και μερικές δεκαετίες πριν. Σε συνδυασμό με ατυχείς ερωτήσεις σαν την απεύθυνση στη Μαριάννα Τουμασάτου «δε νιώθετε τύψεις που βγήκατε κι αφήσατε το παιδί σας;», το μόνο που επιτυγχάνουν είναι να ενισχύουν το άγχος και την καταπίεση, που ήδη υπάρχει ως προς τον κοινωνικό ρόλο μιας γυναίκας. Οι αντιλήψεις αυτές έρχονται σε κόντρα με την τάχα προσπάθειά μας να εξελιχτούμε και ν’ απαλλαγούμε από κάθε τι παλιό που δε μας κάνει. Είναι προβληματικό, εν έτει 2022 μια γυναίκα να κατακρίνεται για το αν είναι καλή μάνα από το τι φοράει, αν βγαίνει, αν δουλεύει ή αν μένει στο σπίτι. Είναι ακόμα πιο ανησυχητικό αν τα σχόλια αυτά είναι προϊόν μισογυνισμού από άλλες γυναίκες.
Οι ρόλοι μας σε αυτή τη ζωή είναι πολλαπλοί και ποικίλουν· μαθαίνουμε να ζούμε με τον συνδυασμό τους. Όπως λοιπόν ένας άνδρας είναι εργαζόμενος επιχειρηματίας με ανάγκες και μετά τη γέννηση του παιδιού του, έτσι και μια γυναίκα έχει δικαίωμα να μπορεί να συνεχίζει κανονικά τη ζωή της και θέσει η ίδια τις βάσεις της μητρότητας που επιθυμεί να εξασκήσει με τον τρόπο που λειτουργεί αρμονικά η οικογένειά της- κι αυτό δε θα το αποφασίσουν οι σχολιαστές της. Ακριβώς επειδή το να είσαι μάνα δεν είναι εύκολη δουλειά, το καλύτερο που έχουμε να κάνουμε, είναι να μην ενισχύουμε τα άγχη των γονιών με έξτρα καταπίεση.
Ήρθε η στιγμή για ουσιαστικές αλλαγές! Αν λοιπόν υπήρχε ουσιαστική ενθάρρυνση από τον περίγυρο για τις γυναίκες που τολμούν να ικανοποιούν τις ανάγκες τους και να συνεχίσουν τη ζωή τους, ενώ παράλληλα μεγαλώνουν τα παιδιά τους, αν ο καθένας κοιτούσε την καμπούρα του κι αν δεν σχολιάζαμε κάθε τι έξω από τα νερά μας, τότε σίγουρα θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε πως επιδιώκουμε έναν κόσμο πιο απελευθερωμένο, που όντως προσπαθεί κι εν τέλει καταφέρνει να μεγαλώνει χαρούμενα παιδιά, γιατί οι γονείς τους είναι υγιείς και χαρούμενοι επίσης.
Θέλουμε και τη δική σου άποψη!
Στείλε το άρθρο σου στο info@pillowfights.gr και μπες στη μεγαλύτερη αρθρογραφική ομάδα!
Μάθε περισσότερα ΕΔΩ!
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου