Είναι περίεργο –σχεδόν αξιοθαύμαστο– το πώς με τη φαντασία σου μπορείς να χτίσεις κάστρα τα οποία η ρεαλιστική πραγματικότητα τα γκρεμίζει στη στιγμή. Οι συνηθισμένες σκέψεις σου γίνονται συντρίμμια, στη θέα ενός ξαφνικού επερχόμενου έρωτα. Σχημάτιζες στο μυαλό σου το πρότυπο του ιδανικού συντρόφου, αναλογιζόσουν τα χαρακτηριστικά της προσωπικότητάς του ένα προς ένα, καθώς και την εξωτερική του εμφάνιση. Επέμενες κιόλας, πως όσοι σε προσεγγίζουν και δεν πληρούν τα απαραίτητα κριτήρια, δεν έχουν ελπίδες για να πάρουν λίγη απ΄τη σημασία σου.
Ας πιάσουμε πρώτα το κριτήριο εμφάνιση. Στο μυαλό σου είχες σχηματίσει μια πολύ συγκεκριμένη εικόνα για το ιδανικό σου ταίρι. Τα στάνταρ σου ήταν τόσο συγκεκριμένα που δεν είχες σκοπό να κάνεις κανένα σκόντο στα κριτήρια της λίστας σου. Δεν μπορούσε να σου αρέσει κάποιος που δεν είχε τα χαρακτηριστικά αυτά. Και κάπου στη γωνία ο έρωτας γελάει ειρωνικά, σε σημαδεύει με το σκαλιστό του τόξο και τελικά ερωτεύεσαι έναν άνθρωπο που ενώ αρχικά εκ πρώτης όψεως απέρριψες, ο τρόπος ομιλίας του, η εκφραστικότητά του κι η επικοινωνία σας, σε μάγεψε. Ανταλλάξατε τις πρώτες σας λέξεις και ήταν λες και συνδεθήκατε απόλυτα.
Χάνεις τα λόγια σου καθώς παρατηρείς το βαθύ διεισδυτικό του βλέμμα, τα λεπτά χαρακτηριστικά της μορφής του και το σχήμα των χειλιών του. Φαντάζεσαι την υφή των μαλλιών του στα δάχτυλά σου, τη θέρμη του κορμιού του κάτω απ’ τα σκεπάσματα. Και συνειδητοποιείς πως τόσο καιρό είχες πέσει έξω. Οι περιγραφές σου για το ιδανικό σου ταίρι μόλις ανατράπηκαν. Η χροιά της φωνής του, ο χαρακτήρας του, κάθε φράση που σχημάτιζε μπροστά σου, κατάφεραν ν’ ομορφύνουν κάθε λεπτομέρεια πάνω του.
Καλώς ή κακώς, δεν επιλέγεις ποιον θα ερωτευτείς, οπότε όταν νιώθεις αυτό το σκίρτημα, αναθεωρείς με μιας ό,τι ήξερες. Όταν είδες για πρώτη φορά τον πόθο σου, δεν ήταν καν ο τύπος σου. Κοιτάζοντάς τον, δε φαντάστηκες ότι όλα αυτά που δεν μπορείς να διακρίνεις από την εμφάνιση –και αποτελούν κομμάτι του εαυτού του–, θα τα ερωτευόσουν τελικά στην πρώτη σας συζήτηση.
Με τον καιρό συνειδητοποιείς ότι αν ήταν όπως τον είχες δημιουργήσει στο μυαλό σου, θα είχες βαρεθεί τόσο εύκολα, ενώ αυτός ο άνθρωπος –που μπορεί να ξεφεύγει κατά πολύ από τα στάνταρ που είχες θέσει–, έχει τόσα πολλά να πει και να μοιραστεί μαζί σου. Σε κέρδισε η αύρα του, η έντονη παρουσία του μέσα στον χώρο, το δυναμικό του ανάστημα. Η απουσία του είναι παραπάνω από αισθητή. Αυτός ο άνθρωπος έχει τον τρόπο του να σε μαγνητίζει κοντά του με μια αβίαστη επιβλητικότητα.
Σε αναστάτωσε έχοντας ξεστομίσει μόνο μερικές λέξεις πάνω στις οποίες καθρέπτισε λίγο από τον χαρακτήρα του, δίνοντάς σου –ίσως ακόμα και εσκεμμένα– την αφορμή να ασχοληθείς μαζί του. Και τότε κόλλησες. Καταιγισμός σκέψεων κυριάρχησαν στο μυαλό σου, που βίωνες κάτι τόσο πρωτόγνωρο. Η σελίδα στην οποία κατέγραφες τόσο καιρό νοερά τα ιδανικά προσόντα του καλοδεχούμενου εραστή, αυτοαναφλέγεται κι η προσοχή σου αφοσιώνεται μόνο στο ξεχωριστό αυτόν τύπο, που στέκεται μπροστά σου με μάτια ανθρώπινα και παρουσία μυθική. Άραγε, έτσι είναι ο έρωτας με την πρώτη ματιά, για τον οποίο τόσοι και τόσοι έχουν μιλήσει; Όπως κι αν είναι τελικά ο έρωτας, ένα είναι σίγουρο: πως εσύ τον έχεις μπροστά σου, έτσι όπως πραγματικά δεν τον περίμενες.
Ο Μενέλαος Λουντέμης συμπύκνωσε σε λίγες μόνο γραμμές όλο το νόημα αυτού του ακαριαίου παραλογισμού:
«Ήρθε. Και φώτισε την καταπακτή μου. Κι έγινε φως. Ήταν ο ουρανός; Δεν ξέρω. Ένα μόνο ξέρω. Πως έχασα τη γη».
Επιμέλεια κειμένου: Μάιρα Τσιρίγκα