Είναι σχεδόν αστείο το πώς το μυαλό κολλάει στην ίδια λούπα. Εικάζεις τι θα γινόταν αν… Αν τι;
Καθόμουν και κοιτούσα την τηλεόραση του σαλονιού μου για ώρες, μέχρι που νύχτωσε. Λες κι οι σκέψεις μου καθρεπτίζονταν επάνω της. Ξόδεψα ώρες ολόκληρες εκείνο το απόγευμα απλά κοιτάζοντας μια σβηστή τηλεόραση. Πάνω της έκανα κατάθεση ψυχής, πάνω της έπεφταν σαν από προβολέα οι αναμνήσεις μου. Ένιωσα και πάλι πρωταγωνίστρια σε μια παράσταση της οποίας το τέλος ήξερα ήδη, αλλά ακόμα και τότε ήλπιζα όλα να άλλαζαν.
Βλέπεις; Πώς κολλάει το μυαλό καμιά φορά… Ώρες-ώρες δεν μπορεί να ξεχάσει κάποιες λέξεις κι άλλες δεν μπορεί να βρει να χρησιμοποιήσει τις κατάλληλες. «Πονάω, φοβάμαι, ζηλεύω, είμαι ευχαριστημένος, είμαι στενοχωρημένος.» Λέξεις που τα πεντάχρονα παιδιά μαθαίνουν για να περιγράφουν τη συναισθηματική κατάσταση στην οποία βρίσκονται. Για αυτά είναι πολύ εύκολο να το κάνουν, τους βγαίνει αυθόρμητα. Φαίνεται πως όσο περνάν τα χρόνια κι οδεύουμε προς την ενηλικίωση δυσκολευόμαστε να κατανοήσουμε τα συναισθήματα που πλανώνται μέσα μας, πόσο μάλλον να τα προσδιορίσουμε. Ίσως να πρέπει να δεχτούμε ιδιαίτερα απ’ τα νήπια, μπας και βελτιωθεί το ποιόν της επικοινωνίας μας με τον εαυτό μας αλλά και με αυτούς που μας περιβάλλουν.
Ίσως πάλι να πέφτω έξω, αλλά δε με νοιάζει κιόλας. Το μόνο που ξέρω στα σίγουρα είναι ότι θα ψάξω να βρω τις λέξεις μου. Κι όταν τις βρω θα τους δώσω τον ορισμό που ταιριάζει καλύτερα στο «εγώ» μου, αποβάλλοντας έτσι από μέσα μου τον ορισμό που κατάπια από χρόνια ως τον ορθότερο με βάση στα πρότυπα της κοινής λογικής.
Και τώρα ησυχία. Ανησυχητική, θορυβώδης, ευρεία, διαρκής, τρομακτικά ηρεμιστική ησυχία. Ο ρυθμός της ζωής μου απέκτησε σταθερή συχνότητα, πράγμα πρωτόγνωρο και σχεδόν λυτρωτικό αλλά ταυτόχρονα συνταρακτικό. Υποθέτω δεν είμαι εξοικειωμένη με τη γαλήνη, δεν αντέχω το ηχητικό μου πεδίο να μένει κενό.
Όταν απουσιάζουν όλοι οι θόρυβοι που πλέον αποτελούν συνήθεια για τα αφτιά μου, το μυαλό μου θορυβείται. Δημιουργεί το δικό του ηχητικό υπόβαθρο από κραυγές, αναστεναγμούς, λόγια λησμονιάς, συγγνώμες και κάπου στο βάθος ξεκινά να ακούγεται –λίγο σαν ψίθυρος, λίγο σαν αλαλαγμός, λίγο σαν συγχρονισμένος τυμπανισμός, λίγο σαν τον απόηχο μιας περασμένης εποχής– η φωνή σου.
Η φωνή σου… Σαν εθνικό εμβατήριο σταματά όλους τους υπόλοιπους θορύβους, πρωταγωνιστεί σε μία παράσταση όπου αυτοανακηρύσσεται πρώτος ρόλος σε ένα μονόπρακτο κομμένο και ραμμένο –εν αγνοία της– στα μέτρα της.
Μόλις τελειώσει, εξαφανίζεται το ίδιο δραματικά όπως εισήλθε στο μυαλό μου, μόνο που αυτή τη φορά έφτυνε τις λέξεις της σχεδόν υποτιμητικά, σαν να με λυπότανε σχεδόν.
Κι ύστερα σιγή. Και ξανά από την αρχή∙ τι θα γινόταν αν…
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη