Οι λέξεις που επιλέγεις για να περιγράψεις τον εαυτό σου σε κάποιον τρίτο -ξέρεις αυτές που απαντούν σε ερωτήματα της τάξεως του «πες μου κάτι για σένα;» ή «ποια θεωρείς πως είναι τα προτερήματα και ποια τ’ αρνητικά σου;»- μπορούν να περικλείσουν εσένα επακριβώς; Αντιστοιχούν όντως σε αυτό που είσαι;
Ο άνθρωπος που σε γνωρίζει -έστω κι ενδόμυχα- καλύτερα από τον καθένα είσαι εσύ κι αυτό όχι μόνο επειδή ο μέσος άνθρωπος δεν περνάει τόσο χρόνο μαζί σου όσο εσύ αλλά κι επειδή κάποια πράγματα, κάποιες σκέψεις ή εικόνες που γεννώνται στο μυαλό σου δεν περιγράφονται με λέξεις.
Τελικά, πολλές φορές, όσο καλοί χρήστες της νεοελληνικής και να είμαστε είναι σαν να μην υπάρχουν οι κατάλληλες λέξεις για να αποδώσουμε τον ορισμό που εφαρμόζει σαν το γοβάκι της Σταχτοπούτας στην αλήθεια μας. Πάντα ό,τι και να πούμε, όσο εφευρετικοί κι αν γίνουμε η περιγραφή παρουσίασης θα είναι ελλιπής. Οπότε, έχει καθόλου νόημα το να προσπαθούμε να μας χωρέσουμε σε έννοιες κι επιθετικούς προσδιορισμούς; Μπορεί τελικά η πολυπλοκότητα μιας ανθρώπινης προσωπικότητας να χωρέσει σε μονολεκτικές απαντήσεις; Ή μήπως πρέπει επιτέλους να κόψουμε τις ταμπέλες αφού ούτως ή άλλως είναι παραπλανητικές;
Χρησιμοποιείς τις λάθος λέξεις κι ευθύς αμέσως τη στιγμή που θα πράξεις ελάχιστα διαφορετικά από αυτό που έχεις πει πως -υποτίθεται- σε εκφράζει, σε παρεξηγούν κι απαιτούν να χωρέσεις σ’ αυτό που είπες πως είσαι. Εν γνώσει σου χρησιμοποίησες άλλη λέξη στην προσπάθεια να γεμίσεις το κενό που δημιούργησε μια ερώτηση από τον εκάστοτε συνομιλητή σου. Διατίθεσαι όμως όντως να γεμίσεις ένα εξωτερικό κενό δημιουργώντας το έναυσμα που θα πυροδοτήσει μεταγενέστερα την αφύπνιση του αισθήματος της μη επάρκειας μέσα σου;
Πως θα γίνει αυτό; Όταν λοιπόν θα ‘ρθει η στιγμή που θα παραστρατίσεις από τις δηλώσεις του πνευματικού βιογραφικού σου θα νιώσεις πως δεν είσαι ποτέ αρκετός στον ορισμό που έχεις δημιουργήσει για τον υπόλοιπο κόσμο. Πώς θα ισοσταθμίσεις λοιπόν τη διαφορά δυναμικού μέσα-έξω; Είτε μειώνοντας την αλήθεια μέσα σου, είτε προσπαθώντας να φτάσεις κάτι που δεν είσαι.
Αυτό το κυνήγι διαρκούς επιβεβαίωσης σε βάζει στη διαδικασία να λογοδοτείς έπειτα από κάθε ανεπαίσθητη κίνηση ελευθερίας που θα επιχειρήσεις, σαν να μην έχεις δική σου βούληση. Οπότε ίσως τελικά πρέπει κάποιες ερωτήσεις να μένουν αναπάντητες ή τουλάχιστον να θυμάσαι πως εκτός από τα τυπικά «Ναι/Όχι» έχεις και τις επιλογές «Δεν ξέρω/Δεν απαντώ». Αν δηλαδή σε νοιάζει να ζεις ουσιαστικά και κάτω μόνο από τις δικές σου επιταγές. Μόνο εσύ μπορείς να είσαι αυστηρός με τον εαυτό σου και μόνο εσύ μπορείς να καταλήξεις -ύστερα από περισυλλογή- πως σ’ εκείνη τη στιγμή έπραξες λιγότερο ή περισσότερο από ότι θα ‘πρεπε.
Σε τελική ανάλυση το να ανοιχτείς σε κάποιον θα έπρεπε ν’ αποτελεί μια ευχάριστη εμπειρία κι όχι να σε κάνει να μετανιώσεις που το έκανες και ν’ αποτυπωθεί μέσα σου ως φόβος για τα κακώς κείμενα που προβλέπεις πως θα έρθουν με τον καιρό όσο δεν επιβεβαιώνεις τις αρχικές περιγραφές σου.
Δε θα σε κάνει παραμυθά το να πεις πράγματα που δε σε αντιπροσωπεύουν πλήρως μέχρι όμως να αποβάλλουμε τους κομπλεξισμούς μας ως είδος, αντικατάστησε όλα τα «γοβάκια» που δε σου χωράνε με το ξυπολυταριό· κρύβεται περισσότερη ελευθερία στο αίσθημα της απογύμνωσης από καθετί ξένο.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου