Σε μια σχέση οι δοσολογίες είναι το παν, χρειάζεται το εξίσου· να είναι εξίσου δυνατοί, να γουστάρονται εξίσου, ώστε να παλεύουν και να διεκδικούν ισάξια κι ισότιμα. Δύο κλάσματα που διαφέρουν στον αριθμητή (άτομα), αλλά τουλάχιστον μπορούν να απλοποιηθούν με το δύο έχοντας κοινό παρονομαστή (συναισθήματα), κι όχι να διαφέρουν περισσότερο με το που μπει αυτός ο αριθμός στην κατάσταση.
Δύο άνθρωποι μπορεί σαν ξεχωριστές οντότητες να ταιριάζουν περισσότερο από ότι όταν εφάπτονται κι η αιτιολογία γι’ αυτό ποικίλει. Καταρχάς η παράμετρος «μαζί» είναι πολύ βαριά για εύπλαστους ή επιρρεπείς χαρακτήρες, καθώς αν μόνο ο ένας έχει αυτό το χαρακτηριστικό -πράγμα καθόλου κατακριτέο, όλοι μας λίγο πολύ είμαστε σ’ ένα βαθμό- θα νιώσει σταδιακά να πιέζεται από την προσωπικότητα του άλλου. Εδώ μπαίνει η μεταβλητή «εξίσου».
Αν από την άλλη το όποιο χαρακτηριστικό είναι κοινό κι η πίεση ασκείται εκατέρωθεν ισοσταθμίζεται ο ζυγός, αφού σαν δυο μαλακές μπάλες φτιαγμένες απ’ το ίδιο υλικό η παραμόρφωση θα είναι ίση ή τουλάχιστον ελάχιστα αποκλίνουσα προς τη μια ή την άλλη κατεύθυνση. Η σημαντικότητα του εξίσου φαίνεται ωστόσο περισσότερο σε πράγματα πιο πρακτικά (βλέπε αμοιβαιότητα, διεκδίκηση, υποχώρηση και λοιπές πράξεις αγάπης που γίνανε συνήθεια). Πάντα -δυστυχώς- υπάρχει αυτός που κατοχυρώνει τη θέση του ως αυτός που περνάει το δικό του κι αυτός που κάνει πίσω, κι έτσι ξεχνάμε πως αυτά είναι μόνο ρόλοι κι όχι πραγματικότητες.
Αυτό το ή όλα ή τίποτα -όπως και πολλά άλλα πράγματα που δεν είναι της παρούσης-, το ερμηνεύουμε όπως μας βολεύει. Και μάλιστα συνήθως τυχαίνει όταν ο ένας διαλέγει να βρεθεί στο όλα ο άλλος να έχει βάλει αποφασιστικά πλώρη για το τίποτα από καπρίτσιο, εγωισμό ή από συνειδητοποίηση του προηγούμενου στίγματος εκείνου που τώρα οδεύει καθυστερημένα προς το απόλυτο all in. Δεν φταίει που δεν ταιριάζουν, απεναντίας είναι σχεδόν πανομοιότυποι αυτό θα δρούσε καταλυτικά αν τα επίπεδα των συναισθημάτων τους δεν είχαν την υπάρχουσα απόκλιση.
Το να είσαι δοτικός δεν είναι αδυναμία, ίσα-ίσα είναι άκρως απαραίτητο και βασικά αποτελεί το στόχο που πρέπει να θέτουμε σε όλες μας τις ανθρώπινες συναναστροφές. Αν είναι να κάνουμε κάτι ας το κάνουμε σωστά. Αν είναι να αγαπάμε ας το κάνουμε καλύτερα. Θα χρησιμοποιήσω την ατάκα από μια ταινία: «παίρνουμε την αγάπη που νομίζουμε πως μας αξίζει». Μπορεί να δίνουμε αγάπη ίσου μέτρου με αυτή που θα θέλαμε να λάβουμε, μα επειδή δεν το πιστεύουμε πως μας αξίζει κάτι τέτοιο δημιουργείται αυτή η διχάλα στην οποία παγιδεύεται όποιος προσπαθεί να αξιολογήσει αν μπορεί να φτάσει το μέγιστο δυναμικό, κι έτσι ο υποψήφιος δότης θα νιώθει συμβατός σε κάτι που βρίσκεται πιο κάτω από τη θέση της πραγματικής μας ανάγκης.
Η αγάπη, όσο και να μιλάμε για ανιδιοτέλεια, όταν μιλήσουμε γι’ αυτήν που λαμβάνουμε καλώς ή κακώς καταλήγουμε πως είναι ανάγκη και μάλιστα πρωταρχική. Είναι το μόνο συναίσθημα που δεν είναι αυτοτελές. Δεν μπορεί να σταθεί μόνη της στην πιο λαμπρή της μορφή αν προέρχεται μόνο από ένα άτομο, όπως ο έρωτας που μπορεί να ακτινοβολήσει ακόμα κι αν κατοικεί στο μυαλό μόνο του ενός ανθρώπου. Έτσι λοιπόν γεννιέται το εξίσου. Κι ορίζεται όταν πολλαπλασιάζεται ή διαιρείται με το δύο (βλ. όπου δύο=μαζί).
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου