Όταν χωρίζεις δεν έχει σημασία τι θα πεις στον άλλο. Είτε προσπαθήσεις να το κάνεις καλύτερο, ευκολότερο για τον άλλο, δε βοηθάς ιδιαίτερα. Τι δικαιολογία θα χρησιμοποιήσεις, ποιο λόγο θα προφασισθείς, αν θα πεις την αλήθεια ή όχι. Το αποτέλεσμα είναι ίδιο, λίγο μετράει πώς θα το ανακοινώσεις και πού θα στηρίξεις την απόφασή σου.
Αφήνεις περιθώρια βελτίωσης της μεταξύ σας κατάστασης μακροπρόθεσμα αλλά στην πραγματικότητα, σαν ενδεχόμενο το έχεις βάλει στο μυαλό σου σε οριστική ματαίωση. Αφήνεις τον άλλον να ελπίζει. Ή χρησιμοποιείς αυτό το σιχαμένο «δεν φταις εσύ, εγώ φταίω» και φυτεύεις έτσι ένα λουτρό από ακατεύναστα «γιατί;» να τριβελίζουν τη σκέψη του άλλου, μέχρι να καταλήξει να σε αποκαλεί απλώς «μαλάκα» ή άλλους παρόμοιους χαρακτηρισμούς αντίστοιχα. Προσπαθώντας να ελαφρύνεις τη θέση σου και να παραθέσεις λόγους και πειστήρια επιχειρηματολογώντας προς υπεράσπισή σου, το γεγονός παραμένει ένα και το αυτό και είναι εξίσου βαρύ, με ή χωρίς τη σάλτσα.
Πολλές φορές επιλέγουμε να λέμε γενικόλογα του στιλ «έχω κουραστεί, δε νιώθω όπως ένιωθα» και δε θέλουμε να πούμε τι πραγματικά έχουμε στο μυαλό μας. Ίσα-ίσα, το να «ξεράσουμε» την αλήθεια μας -όσο άσχημη κι αν είναι εκ πρώτης όψεως για τον άλλον- σε βάθος χρόνου κι όταν είναι έτοιμος να το διαχειριστεί, ίσως μπορέσει να την εξετάσει και πιο ενδελεχώς στην προσπάθεια εύρεσης απαντήσεων στα τόσα ερωτηματικά που του γεννήθηκαν κατά την ανακοίνωση της απόφασής μας. Η αλήθεια, όταν τη βλέπεις χωρίς φίλτρα αμφιβολίας, είναι διάφανη, ενώ το ψέμα μυρίζει από χιλιόμετρα σαν χαλασμένο ψάρι και γεννά κι άλλα ερωτήματα.
Από την άλλη, αν ο άλλος δεν μπορέσει ποτέ να είναι αρκετά διαυγής κι απαλλαγμένος από τα φίλτρα του για να μπορέσει για λίγο να μπει στη θέση σου και να καταλάβει τους λόγους σου -που μεταξύ μας, δικαίωμά του-, θα του έχεις δώσει άδικα τροφή για περισσότερη αρνητική σκέψη. Όταν σε μια απέλπιδα προσπάθειά του να προστατεύσει τον εαυτό του από τον πόνο που επιφέρει η σκέψη πως πρέπει να βρει κάτι να σου προσάψει για να μπορέσει να σε ξεπεράσει, συνειδητοποιήσει πως δεν μπορεί ,καθότι δεν του/της δημιουργούνται υβριστικοί λογισμοί για εσένα, το μόνο πάτημα που θα του έχεις δώσει θα είναι η αιτία χωρισμού σας. Ούτε αυτό όμως είναι υγιές.
Μήπως θα έπρεπε τελικά να μην ανακοινώνουμε καν το λόγο (από τη στιγμή που σχεδόν πάντα θα πούμε τα μισά ή κάτι διαφορετικό απ’ αυτό που ισχύει) και μόνο την απόφαση; Μια λέξη κι έφυγες, χωρίς πολλά-πολλά. Ο λόγος είναι για μας για να κατευνάσουμε τις τύψεις μας που πληγώνουμε έναν άνθρωπο τέως δικό μας, γιατί αυτός είναι που μας βάζει στο μονοπάτι που καταλήγει στην απόφαση του χωρισμού. Μήπως να κρατάμε λοιπόν το λόγο μας για εμάς και να μοιραζόμαστε μόνο αυτό που αφορά άμεσα τον άλλον;
Ποτέ, άλλωστε, δε θα μπορέσουμε να είμαστε αρκετά προετοιμασμένοι να ακούσουμε το «χωρίζουμε» είτε μας έρθει σαν μαχαιριά είτε μας το πλασάρουν σαν χάδι. Η μια αυτή λέξη είναι αρκετή για να επιφέρει το χάος στην ηρεμία των σκέψεων, ας μην προσθέτουμε άλλες συνοδευτικές να ομορφαίνουν τάχα το τοπίο. Οι λέξεις επιφέρουν καταιγισμό λογισμών, όπως και να το κάνουμε, είναι εργοστασιακή μας ρύθμιση.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου