Ας αρχίσουμε με αυτό: «Δε ζούμε σε έναν γυάλινο κόσμο με την έννοια ότι όλα προστατεύονται και τίποτα δεν μπορεί να μας συμβεί». Επίσης, σίγουρα δε ζούμε τα ιδανικά σενάρια της φαντασίας μας όπου είμαστε άτρωτοι κι αλώβητοι. Η αρρώστια είναι η καθημερινότητα κι όχι «η εξαίρεση στην κανονικότητά της».
Έτσι, όπως έχουμε αποδεχτεί το γεγονός ότι θα ασθενούμε κατά καιρούς, είναι επιτακτική ανάγκη να αγκαλιάσουμε τη φράση: «Είμαι φορέας του HIV/HPV κτλ» όταν την ξεστομίζει κάποιος δικός μας και μη. Να αρχίσουμε να αντιδρούμε περισσότερο όπως θα κάναμε αν στη θέση των λέξεών του ήταν το: «Είμαι φορέας δρεπανοκυτταρικής αναιμίας» ή το «έχω γρίπη». Συμπόνια, εμπάθεια, υποστήριξη. Αυτά χρειάζονται και οι τρεις περιπτώσεις των προαναφερθέντων σεναρίων. Γιατί, λοιπόν, τα διαχωρίζουμε και νοερά αλλά και έμπρακτα; Γιατί οι σκέψεις μας θα μεταφερθούν σε ένα σκοτεινό μέρος στην περίπτωση του ανθρώπου με το σεξουαλικώς μεταδιδόμενο νόσημα;
Στερεοτυπικές αντιλήψεις που κατάφερναν φωλιάζοντας στα μυαλά των ανθρώπων, σαν το φίδι στον κόρφο, να αναπαράγονται γενεές ολόκληρες χωρίς ντροπή, είναι η πρώτη πέτρα του σκανδάλου. Ο φόβος του μιάσματος και η συνειρμική σκέψη απορίας «με πόσους/ες να έχει πάει; Λες να έκανε και ναρκωτικά;» έχουν ως ρίζα τη γενικευμένη αντίληψη που επικρατεί πως επειδή τα ΣΜΝ σχετίζονται με το σεξ και τη χρήση ουσιών, ο εκάστοτε άνθρωπος που θα μας παραδεχτεί την οροθετικότητά του, είναι σίγουρα εξώλης και προώλης.
Το να είναι κάποιος φορέας κάποιου ΣΜΝ έχει λανθασμένα συνδεθεί με το μοτίβο μιας άτακτης ζωής που περιλαμβάνει τη συνεχή εναλλαγή ερωτικών συντρόφων. Αυτό, τον καθιστά τρομερά δύσκολο να το ανακοινώσει σε οποιονδήποτε. Όταν γνωρίζει κάποιον άνθρωπο για τον οποίο υπάρχει ερωτικό ενδιαφέρον θα πρέπει να αναφερθεί από πολύ νωρίς γιατί πάντα υπάρχει το ενδεχόμενο της φυγής με το που το θέμα συζητηθεί.
Όλος αυτός ο στιγματισμός που βιώνει αυτός ο άνθρωπος τον αφήνει ψυχολογικά τραυματισμένο. Αντί να του το κάνουμε ευκολότερο του βάζουμε επιπλέον εμπόδια στα ήδη υπάρχοντα στον δρόμο της ψυχικής του ηρεμίας. Κι αφού οι άγνωστοι έχουν τέτοιες αντιδράσεις η ιδέα μιας ενδεχόμενης συζήτησης επί του θέματος με την οικογένεια φαντάζει επίσης δύσκολη. Ήδη η σεξουαλικη ζωή αποτελεί θέμα ταμπού για το τραπέζι της συζήτησης με τους γονείς, οπότε φαντάσου πόσο δύσκολο του είναι να φτιάξει κάνα δυό αυτοσχέδιους λόγους, έναν καθησυχαστικό, έναν άλλον κατευναστικό κι έναν αντιδραστικό για καβάτζα, γιατί ποτέ δεν ξέρεις. Θα σταματήσουν να τον βλέπουν όπως πριν, ακόμα και στιγμιαία, για όσο διαρκέσει αυτός ο συνειρμός της προκατάληψης. Η ιδέα και μόνο μιας παροδικής απόρριψης από τους γονείς του, τον καθηλώνει με όλους τους λάθος τρόπους.
Κι όλα αυτά γιατί; Επειδή νομίζεις ότι θα είσαι αιώνια ανέγγιχτος από τη συμφορά κι εφόσον το ζήτημα δε σε αφορά άμεσα δεν αξίζει να αλλάξεις τις αρρωστημένες αντιλήψεις που σου φύτεψαν; Επειδή το να γυρίσεις την πλάτη είναι πιο εύκολο από το να παραδεχτείς ότι δε γνωρίζεις πολλά επακριβώς επί του θέματος; Γιατί περί αυτού δεν πρόκειται εν τέλει, η άγνοιά σου και οι ανεπαρκείς γνώσεις σου στο αντικείμενο είναι αυτά που σε παρακινούν να φτύσεις σάλιο;
Πολλά προβλήματα πηγάζουν από εκεί. Το μεγαλύτερο πρόβλημα όμως είναι που δυσκολευόμαστε τόσο πολύ να πούμε ένα «εν οίδα ότι ουδέν οίδα» και να πορευτούμε με αυτό προς τη βελτίωση του εαυτού μας αλλά και του ποιού της ζωής των ανθρώπων που συμπαρασύρουμε στη δίνη αυτή που προκαλεί η άγνοιά μας.
Επιμέλεια κειμένου: Μάιρα Τσιρίγκα