Υπάρχει μέσα μας ριζωμένος αυτός ο φόβος πως αγαπάμε το «μου» εξ ορισμού του, απλά γιατί δηλώνει κτήση και μας αρέσει να ανήκουμε κάπου. Πριν προλάβουμε να παραδεχτούμε ότι ερωτευτήκαμε επιθυμούμε να το πούμε, να νιώσουμε τον άλλον δικό μας. Είναι από τη λαχτάρα ή έχουμε απλά ανάγκη να ανταλλάξουμε γλυκές λέξεις με κάποιον -προκύπτει το ερώτημα μέσα μας;
Ωστόσο από άνθρωπο σε άνθρωπο διαφέρει το πόσο το έχουμε οικειοποιηθεί νιώθοντας τον εκάστοτε σύντροφο πιο σημαντικό από τον προηγούμενο. Στην αρχή δεν μπορείς να ξέρεις μέχρι πού θα σε πάει αυτό που ξεκινάς, μα το σίγουρο είναι ότι αυτή τη λέξη, όσες φορές κι αν την έχεις χρησιμοποιήσει, με όσους ανθρώπους κι αν την έχεις μοιραστεί, κάθε φορά θα είναι το ίδιο ξεχωριστή με την πρώτη.
Αλλάζει το μέγεθος των συναισθημάτων, ο ενθουσιασμός, το τι παίρνεις από τον άνθρωπο που έχεις απένατί σου αφού κάθε φορά αλλάζει και το πρόσωπο. Εκεί που αρχίζουν να σου μπαίνουν ψύλλοι στ’ αυτιά είναι όταν ξεκινά να κάνει λούπες μέσα σου η ερώτηση «ως πότε θα αλλάζουν τα πρόσωπα στα οποία το απευθύνεις;». Και να μετά το αυτομαστίγωμα κι ο πνιγμός του ενθουσιασμού σου. Γεμίζεις τύψεις για το παρελθόν σου, κι αυτό όλο σε πρώτη φάση συμβαίνει μόνο στο μυαλό σου σαν φόβος. Ο άλλος άνθρωπος δεν έχει κάνει καν τέτοιο συνειρμό, μέχρι που οι φόβοι σου δημιουργούν ανασφάλειες κι αυτές σε προκαλούν να τις εκφράσεις με πράξεις.
Μέσα λοιπόν από το δρόμο της τιμωρίας που σου επιβάλεις, καταλήγεις στο αποτέλεσμα που εξ αρχής φοβόσουν ότι θα ερχόταν αν ο πρόσφατος άνθρωπος που αποκαλείς «σου» έχει τις ίδιες σκέψεις μαζί σου επί του θέματος. Ότι δηλαδή μοιράζεστε τον ίδιο φόβο· «μήπως το μωρό μου, ή το αγάπη μου που λέει είναι λέξεις που έχουν χορέψει στη γλώσσα του και για άλλες υπάρξεις κι αυτός τις αγαπά το ίδιο απλά για το νόημα που περιέχουν κι όχι γιατί προορίζονται για μένα;». Ακούγεται πιο γνώριμο τώρα που το είπαμε δυνατά με λέξεις, μέχρι πρότινος υπήρχε απλά σαν αίσθηση μέσα μας.
Οι φοβίες ωστόσο πρέπει να παίρνουν υπόσταση και να ξορκίζονται. Ακόμα και να έχεις όντως την ανάγκη να ακούσεις αυτές τις λέξεις, ν’ ανταλλάξεις φράσεις που χαϊδεύουν, αυτό δε σημαίνει ότι πίσω από αυτή σου την ανάγκη κρύβεται η ανάγκη για επιβεβαίωση ή τυχόντα ιδιοτελή συναισθήματα. Αν ο εκάστοτε άνθρωπος σού προκαλεί λαχτάρα, ας πάει κι όσο πάει. Ας χρησιμοποιήσεις λέξεις πολυφορεμένες αν εσύ ξέρεις ότι τις εννοείς. Γιατί δεν υπάρχει αντίστοιχος προβληματισμός για την καλημέρα, την καλησπέρα ή άλλες λέξεις που χρησιμοποιούμε για πολλούς ανθρώπους;
Κάτι τέτοιο θα ήταν παράλογο, μπορούμε να πούμε με σιγουριά. Αυτή η σιγουριά απουσιάζει σε λέξεις και καταστάσεις με έντονο συναισθηματικό φορτίο στο παρασκήνιο κι αυτό γιατί η λαχτάρα σου για τον άλλον σε κάνει να αγνοείς την ορθολογική σκέψη. Πράγμα λογικό στον έρωτα, μα μην αμφιβάλλεις για το αν θα τον αποκαλέσεις έτσι επειδή έχεις πει πολλές φορές στο παρελθόν ότι ερωτεύτηκες, υπάρχει διαφορά που αυξάνεται φορά με τη φορά.
Η διαφορά βρίσκεται στη φωνή, στη χροιά, στα συναισθήματα του άλλου όταν προφέρει το «μου» καθώς και στο ότι σου ξυπνάει κάτι φρέσκο παύοντας κάθε σύνδεση που έκανες με το παρελθόν. Το μόνο θετικό που σου δίνει το παρελθόν σου είναι εμπειρία, μόνο αυτό επιτρέπεται να κουβαλάς μαζί σου στο παρόν.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου