Αν επιχειρούσαμε μια τυπική διαφοροποίηση, οι φοβίες χωρίζονται σε δύο κατηγορίες, τις απλές και τις σύνθετες. Η απλή φοβία είναι ο φόβος ενός μοναδικού ερεθίσματος, όπως οι φοβίες τύπου αραχνοφοβία, υψοφοβία, φόβος για τις αστραπές και άλλες παρόμοιες. Από την άλλη πλευρά, κάποιος που υποφέρει από μια σύνθετη φοβία, θα φοβόταν έναν αριθμό ερεθισμάτων. Οι σύνθετες φοβίες μπορεί να είναι αγοραφοβία, κλειστοφοβία, κοινωνική φοβία και πετοφοβία φόβος των πτήσεων.
Πώς όμως αναπτύσσονται οι φοβίες; Είναι κάτι που εμφανίζεται κάποια στιγμή από το πουθενά ή συνδέεται με μια σειρά γεγονότων; Αυτοί που αντιμετωπίζουν τέτοιου είδους φοβίες, συχνά δηλώνουν ότι δε θυμούνται να υπήρξε κάποιο γεγονός ή κάποιο περιστατικό που να τους προκάλεσε τον συγκεκριμένο φόβο. Στην πραγματικότητα, η φοβία μπορεί να προέκυψε λόγω κάποιας έκθεσης σε ένα γεγονός κατά τη διάρκεια του οποίου το άτομο ένιωσε έντονα επίπεδα στρες. Το υποσυνείδητο, λόγω του έντονου στρες αυτού, μπορεί να απολέσει το αρχικό αυτό γεγονός, οδηγώντας έτσι το άτομο στην «άγνοια» του τι πυροδότησε τη φοβία, όμως κρατάει το αίσθημα που δημιουργήθηκε και φτιάχνει το λεγόμενο τραύμα. Ορισμένες φορές η φοβία μπορεί να κληροδοτηθεί από έναν γονιό ή κάποια άλλη ενήλικη παρουσία από την παιδική ηλικία έχοντας διαθέσεις μίμησης. Ο φόβος π.χ. του γονέα να μείνει μόνος ή να κοιμάται χωρίς φως, είναι εύκολο να περάσει και στο παιδί. Σε γενικές γραμμές, ο άνθρωπος δε φοβάται χωρίς να έχει κάποιο λόγο.
Οι φοβίες μπορούν να προκύψουν κι εντελώς ξαφνικά. Με την απώλεια ενός οικείου προσώπου ή σε μία περίοδο πολύ έντονου στρες κι άγχους, το έδαφος είναι ιδιαίτερα πρόσφορο για την ανάπτυξή τους. Μπαίνοντας σε μια τέτοια κατάσταση φόβου κανείς, νιώθει δυσφορία καθώς και μια λίστα συμπτωμάτων που σχετίζονται με το άγχος, όπως ταχυκαρδία, εφίδρωση, τρόμος, ναυτία, ζαλάδα. Έτσι, σαν μία αυτόματη αντίδραση, αποφασίζει να απομακρυνθεί από το γεγονός αυτό και να το αποφύγει με κάθε δυνατό τρόπο και χωρίς το ίδιο το άτομο να το καταλαβαίνει, δημιουργεί μια νέα φοβία.
Πώς μπορεί όμως κάποιος να αντιμετωπίσει μία φοβία; Το πρώτο και πιο σημαντικό βήμα είναι η αναγνώριση. Πρέπει κάποιος να αντιληφθεί, αλλά και να ονομάσει τη φοβία του. Να εντοπίσει ποια αντικείμενα ή καταστάσεις του προκαλούν τον φόβο αυτό, αλλά και να παρατηρήσει τα συμπτώματα κατά την έκθεση σε αυτά, συναισθηματικά, σωματικά ή και συμπεριφορικά. Το δεύτερο βήμα είναι να αναζητήσει μία μορφή θεραπείας, όπως η ψυχοθεραπεία και πιο συγκεκριμένα η γνωσιακή-συμπεριφορική θεραπεία (CBT), που εστιάζει στην αλλαγή των αρνητικών σκέψεων αλλά και συμπεριφορών που σχετίζονται με τη φοβία. Εξίσου σημαντική με την ψυχοθεραπεία, είναι και η εκμάθηση κάποιων τεχνικών χαλάρωσης, όπως γιόγκα ή ασκήσεις αναπνοής, αφού μπορούν να μειώσουν αποτελεσματικά το άγχος και τον πανικό που προκαλεί η φοβία. Μια επιπλέον τεχνική που θα μπορούσε κάποιος να δοκιμάσει είναι και η συστηματική απευαισθητοποίηση, μια θεραπευτική τεχνική που βασίζεται στη σταδιακή έκθεση στο αντικείμενο ή την κατάσταση που προκαλεί φόβο. Η έκθεση γίνεται με ασφαλή κι ελεγχόμενο τρόπο, με στόχο την εξοικείωση και τη μείωση του άγχους.
Ενώ, λοιπόν η πρώτη αντίδραση σε κάθε φοβία είναι η αποφυγή, είναι η μόνη αντίδραση που κάποιος δεν πρέπει να έχει. Δεν πρέπει να αποφεύγουμε το αντικείμενο ή την κατάσταση που μας προκαλεί φόβο. Διότι, η αποφυγή τροφοδοτεί κι εντείνει τη φοβία. Καλό θα ήταν να μιλήσουμε σε κάποιον κοντινό μας άνθρωπο για τη φοβία μας και να ζητήσουμε την υποστήριξη και τη βοήθειά του. Να βρούμε τον τρόπο εκείνο που θα μας βοηθήσει να αισθανθούμε πιο δυνατοί. Τέλος, ας θέτουμε μικρούς και ρεαλιστικούς στόχους για την αντιμετώπιση της φοβίας, αλλά και να επιβραβεύουμε τον εαυτό μας για κάθε πρόοδο που κάνουμε. Κι αν μας παίρνει από κάτω καμιά φορά, ας θυμόμαστε πως οι φοβίες δεν είναι τίποτα άλλο από κάτι που το μυαλό μας επιλέγει να δημιουργεί. Άρα, και να εξαφανίσει.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου