Μήνας Ιούλιος, μες στη μέση του καλοκαιριού κι η ζέστη σουβλίζει τα κορμιά με την ασφυκτική κάψα της. Ο κόσμος έχει κατακλύσει όλο την Ινδονησία. Τα τραπεζάκια γεμάτα, τα γκαρσόνια σφουγγίζουν με το ένα χέρι τον ιδρώτα τους και με το άλλο κρατούν τις γεμάτες πιατέλες με τα παραδοσιακά εδέσματα. Γέλια και τοπικά τραγούδια ηχούν στα μαγαζιά της περιοχής και τις παραλίες.
Η εστία του ενδιαφέροντος όμως είναι επικεντρωμένη στο Μπαλί. Η νύχτα χορεύει σε ξέφρενους ρυθμούς και το ίδιο κάνουν κι όλοι μαζί της. Παρέες νέων δίνουν ζωντάνια στην καλοκαιρινή, ζεστή βραδιά. Ο μπάρμαν παίζει τα ποτά στα δάχτυλά του και δεν προλαβαίνει να γεμίσει τα ποτήρια.
Ο άντρας στην άκρη του μπαρ πίνει ήδη το δεύτερο ποτό του κι από το χρώμα του περιεχομένου, είναι σίγουρο πως είναι κάτι δυνατό.
«Άργησες», είπε στη γυναίκα που τον πλησίασε κι εκείνη του χαμογέλασε γλυκά μα με πικρία γιατί γνώριζε -όπως κι εκείνος- πως πλησιάζει η ώρα του αποχαιρετισμού τους.
Φαινόταν η καταστροφή ακόμα και από τα βραχιόλια της, που ήταν περασμένα στον καρπό της. Άρχισαν και αυτά να κροτούν ανήσυχα. Η ισορροπία μεταξύ του θύμιζε ακροβάτες σε τεντωμένο σχοινί. Όταν ο ένας σταματούσε, ο άλλος ξεκινούσε διστακτικά τα βήματα με φόβο να μην πέσει. Εκείνη νευρικά κινήθηκε στην πίστα να εκτονωθεί. Μαζί της λικνίζονταν και πολλοί άλλοι σαν να προσκυνούσαν κάποιο θεό, σχεδόν σαν να ήξεραν και να τον ικέτευαν, γυρίζοντας τον χρόνο στην αρχαιότητα. Ο άντρας ακόμη αγκυροβολημένος στην άκρη του μπαρ την παρατηρούσε έντονα με την κόγχη του ματιού του.
Ξαφνικά σαν κουρδισμένος κατευθύνθηκε προς τη θάλασσα. Πέταξε τα παπούτσια του στην άμμο και με γρήγορες δρασκελιές βούτηξε γιατί το είχε ανάγκη. H αρμύρα έτσουξε τα μάτια του. Το λευκό πουκάμισό του μισανοιγμένο άπλωνε σαν πανί καταρτιού που ο άνεμος το είχε κουρελιάσει. Το κεφάλι του σφυροκοπούσε ακόμη από τη μουσική και τη ζάλη. Σκεφτόταν την ιστορία θάλασσας και ουρανού, των δύο γιγάντων που συναντιόνταν στον σκοτεινό ορίζοντα. Η θάλασσα έπνιγε τον εκνευρισμό του που εκείνη θα έφευγε κι αυτό του άρεσε.
Μια φωνή ακούστηκε που προειδοποιούσε για κάτι και σιγά-σιγά φανερώθηκε ένα σύννεφο καπνού. Όσο περνούσε η ώρα ο αέρας αποκτούσε την οσμή καμένου. Η ζέστη άρχισε να γίνεται ακόμη πιο ανυπόφορη όσο η φωτιά μεγάλωνε. Βγήκε από το νερό σαν να μη συνέβαινε τίποτα. Γύρω του επικρατούσε πανικός κι η γυναίκα που άφησε να χορεύει με τον κόσμο, δε φαινόταν πουθενά. Φώναξε το όνομά της αλλά απάντηση δεν πήρε, δεν το πίστευε πς έφυγε έτσι. Πόσα μπορούν ν’ αλλάξουν μέσα σε μια στιγμή;
Ο καπνός σιγά-σιγά άρχισε να τον πνίγει κι αυτόν οπότε και κατευθύνθηκε στο σπίτι τους. Σ’ αυτό που χρόνια τώρα διατηρούσαν στον παραθαλάσσιο αυτόν τόπο. Ήξερε τι θα ακολουθήσει. Άνοιξε την πόρτα με το κλειδί και αυτή υποχώρησε στο άνοιγμά του. Βρήκε πεταμένα λιγοστά γυναικεία ρούχα. Ένα σάλι που της είχε χαρίσει τα Χριστούγεννα τσαλακωμένο στον καναπέ. Άνοιξε την ντουλάπα κι έλειπαν πολλά από τα πράγματά της. Δεν της είχε πει ότι ήθελε τελικά να μείνει.
Θα γινόταν ικέτης της, όπως οι ντόπιοι της αρχαιότητας εκεί όταν λάτρευαν τους θεούς τους, έπρεπε πάντως να την προλάβει. Οι πρώτες ορδές των τουριστών ήδη κατευθύνονταν προς το αεροδρόμιο για επιστροφή στα πάτρια εδάφη παίρνοντας ρητά μέτρα ασφαλείας. Ίσως και αυτή, ως Αγγλίδα υπήκοος να κινήθηκε προς τα εκεί. Το ράδιο που είχε ξεχάσει ανοιχτό έδινε πληροφορίες για την κατάσταση. Ο εκφωνητής μιλούσε για την ειρωνεία της τύχης. Υπάρχουν άνθρωποι που ήρθαν διακοπές για να ξεκουραστούν και να ξεχάσουν τα προβλήματά τους και τώρα τρέχουν για να μην προκύψουν ακόμα περισσότερα.
Παντού έβλεπε δάκρυα στα μουτζουρωμένα και κατάκοπα πρόσωπα των πυροσβεστών και των εθελοντών, από την υπέρμετρη και συνεχή προσπάθεια να σώσουν, ζώα, ανθρώπους και την πλούσια τροπική βλάστηση του τόπου. Στους καμένους δρόμους, τα κλαδιά των άλλοτε πράσινων δέντρων, έμειναν να ικετεύουν για το έλεος του Θεού να τα ζωντανέψει. Στην άκρη των δρόμων, μάρτυρες νεκροί τα τρυφερά σώματα των ζώων που παρέδωσαν το πνεύμα τους.
Ο Πυρομανής αόρατος Νέρωνας, για άλλη μια χρονιά επί του έργου, άφησε το ερωτηματικό, του ποιος και γιατί επιτρέπει όλα αυτά να συμβούν στους ανθρώπους. Εκείνη είχε φύγει. Η σχέση τους κάηκε μαζί με κάθε όμορφο μέρος.
Επιμέλεια κειμένου: Ζηνοβία Τσαρτσίδου