Βούτηξε στα βαθιά νερά. Δεν κρατούσε κουπί, αφού είχε τσακιστεί κι αυτό στα βράχια. Χωρίς να δώσει ευκαιρία σε δεύτερες σκέψεις, αποφάσισε εν θερμώ, άλλη μια φορά. Τις έπνιξε κι αυτές στον πυθμένα της τρικυμίας του μυαλού του. Έτσι, χάθηκε στον λαβύρινθο των αναπολήσεών του σε μια θάλασσα σκοτεινή· και να πεις πως άκουγε σήμερα Πορτοκάλογλου!

Τα ρούχα του είχαν μουσκέψει απ’ τα αφρισμένα κύματα, αυτά του ιδρώτα, όπως όλα τ’ ανήσυχα βράδια που οι τύψεις έπαιζαν βιολί στο μυαλό του. Ατελείωτες σταγόνες έτρεχαν στους κροτάφους του, τα μηνίγγια του σφυροκοπούσαν. Ένας ναυαγός απομονωμένος στο ερημικό νησί που τον ξέβρασαν οι σκέψεις του. Κι όμως, ήθελε τόσο πολύ ν’ απελευθερωθεί από την αναμόχλευσή τους. Κι όλα αυτά, γιατί πάντα αποφάσιζε χωρίς να εξετάσει όλες τις παραμέτρους, αν κι ο προειδοποιητικός προσωπικός του φάρος σηματοδοτούσε πάντοτε τον κίνδυνο για τις καταστάσεις της ζωής του. Αυτός, όμως, αγνοούσε τον φαροφύλακα, που του κουνούσε το λυχνάρι να μην τσακιστεί και πάλι πάνω στα ίδια λάθη.

«Αν», αυτή η μικρή λέξη τώρα κολύμπησε στην επιφάνεια κι έκανε να πιαστεί από πάνω της. «Αν.» Χαλάρωσε λίγο ακόμη τη γραβάτα του, γιατί ξαφνικά τον έπνιγε. Για ώρα διαπληκτιζόταν με το μυαλό  του: «Αν είχα ακούσει τη διαίσθησή μου;» «Ό,τι έγινε, έγινε», σκέφτηκε. «Εάν δεν είχα κάνει λάθος;», «κι όμως τα λάθη είναι ανθρώπινα», μονολόγησε. Προσπαθούσε να βρει δικαιολογίες να καλυφθεί, πνίγοντας με μανία όλα τα «αν» στον πυθμένα.

Από μακριά στην ακρογιαλιά, είδε ν’ ανεμίζει μια φούστα. Έκανε να βγει στην ακρογιαλιά, μέχρι που κουρασμένος βρήκε στεριά. Η γυναικεία φιγούρα, όλο και περισσότερο τον πλησίαζε. Εκείνος, κάθισε κάτω από κάτι αλμυρίκια. Η φυσική ομπρέλα τον προστάτευε από τις καυτές ακτίνες του ηλίου.

«Εάν σας διηγηθώ μια ιστορία θα την ακούσετε;»

«Ίσως» του απάντησε μονολεκτικά.

Τ’ όνομά σας;

«Ίσως, με λένε ίσως.»

«Τώρα, σοβαρά;»

Πριν προλάβει να ρωτήσει πάλι, η γυναίκα εξαφανίστηκε, όσο αθόρυβα είχε εμφανιστεί. Γύρισε το κεφάλι του πίσω στον κορμό από τα αλμυρίκια. Έπιασε ένα μαντήλι και το έβγαλε στην τσέπη του παντελονιού του, ένα άσπρο μαντήλι που είχε κεντημένη τη λέξη «ίσως» με κόκκινη κλωστή. Έμεινε σαστισμένος.

«Ίσως έπρεπε ν’ ακούσω τη διαίσθησή μου», μουρμούρισε και πάλι. Σκέφτηκε, έπειτα, πως τη διαίσθηση αρκετά συχνά την αποκαλούσαν «μαγική σκέψη». Αμέσως όμως τον επέπληξε ο ορθολογισμός του, τον φρέναρε πάλι απότομα. «Άκου μαγική, αηδίες», είπε. Βέβαια, εδώ που τα λέμε, τον είχε εξαντλήσει κι η λογική του. Τη χρησιμοποιούσε πάντα με μαθηματική ακρίβεια- έτσι τον δίδαξαν κι είχε μάθει πια καλά το μάθημά του. Ακολουθούσε τις οδηγίες της με νομοταγή ευλάβεια, όμως η κούραση άρχισε να γίνεται εντονότερη, όταν ξεκίνησε να λύνει τα πάντα με τη λογική.

Περπάτησε λίγα μέτρα ακόμη στο έρημο, πια, ακρογιάλι. Ξάπλωσε στη ζεστή άμμο κι ένιωσε την καυτή ανάσα της. Έκλεισε τα μάτια κι αφέθηκε. Άπλωσε τα χέρια του. Απ’ αυτά άφησε μια χούφτα άμμου να ρέει. Ο παφλασμός της θάλασσας ηρέμησε το υπεραναλυτικό του μυαλό. Ξάπλωσε με τις αισθήσεις του ανοιχτές και τότε, ένιωσε τον χορό της «ίσως». Τώρα την έβλεπε καθαρά -και πάλι- μπροστά του.

Φορούσε ένα άσπρο, απαλό ένδυμα. Αέρινη, μια οπτασία. Τα πόδια της πλέκονταν στα άσπρα κρινάκια της ακρογιαλιάς. Το ελαφρύ αεράκι παρέσυρε μερικά πέταλα παραπέρα, εκείνη έσκυψε και φόρεσε ένα πίσω από το αυτί. Εκείνος, με κλειστά μάτια ένιωσε να εναρμονίζεται και να ισορροπεί με τη φύση. Η διαίσθησή του γινόταν όλο και πιο δυνατή.

Από μακριά άρχισαν ν’ ακούγονται φωνές ξενικές. Άκουσε τη λέξη «maritimum». Άνοιξε τα βλέφαρα. Ένα παιδάκι έδειχνε τώρα με το χέρι το άσπρο λουλούδι.

«Εσείς;»

«Ναι, εγώ. Έχω αναλάβει χρέη babysitter στα παιδιά Ιταλών που ήρθαν για διακοπές στο Ηράκλειο. Θα μείνω εδώ όλο το καλοκαίρι.»

Συντάκτης: Νίκη Ατζέμογλου
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου