Το χέρι του έπιανε χώμα. Ήταν πεσμένος με το πρόσωπο στην άμμο. Κολλούσε πάνω στο σώμα του. Η ζέστη αποπνικτική. Κουφόβραση. Κι αυτός; Ένα κουφάρι της ύπαρξής του. Ο ιδρώτας έρεε ποτάμι από το μέτωπό του, στα μάγουλα, προς το πηγούνι.
Και να ‘ξερε πού βρισκόταν! Στην μέση του πουθενά, μάλλον. Από το τράνταγμα του κεφαλιού του στο έδαφος, οι αισθήσεις του ήταν συγκεχυμένες. Το πουθενά αόρατο, ή μήπως ανύπαρκτο; Μια μετάβαση από το μη ον στο ον, από την ανυπαρξία στην ύπαρξη. Είναι τώρα καιρός για φιλοσοφικούς στοχασμούς, αναρωτήθηκε, και μάλιστα του Πλάτωνα που σαν αναλαμπή του νου του αναδύθηκε από τον ελικοειδή του θάλαμο. Κι αυτή η μικρή φωνή μέσα του, έκανε τον λογισμό του επιτέλους να σκάσει.
Προσπάθησε να γυρίσει από την άλλη πλευρά, αλλά αγκομαχώντας εγκατέλειψε την οποιαδήποτε προσπάθεια να κυλήσει το σώμα του ανάσκελα και να πάρει μια βολικότερη θέση. Πονούσε -πού να πάρει- φριχτά, ελεεινά. «Πάψε» έλεγε και ξανάλεγε στην εσωτερική φωνή που αναδυόταν και τον έκανε να αισθάνεται τον σκληροτράχηλο, τον αγέρωχο εαυτό του. Αυτόν, που άλλοτε δε λογάριαζε κανέναν και τίποτα. Κι αυτές οι ακτίνες του ηλίου που προσπαθούσαν να φωτίσουν το πρόσωπό του και να του δώσουν μια ζωηράδα πνοής στο καταπονημένο σώμα του, δεν κατάφερναν τίποτα απολύτως. Κείτονταν σαν άδειο σακί στα χώματα, κι αυτές παιχνίδιζαν με τη σκιά του, ώσπου επιτέλους κρύφτηκαν και τον άφησαν στην ησυχία του.
Με τη λογική πάντα όλα τα βόλευε. Τα τακτοποιούσε στα μικρά κουτάκια του νου του. Αυτά τα άνοιγε κάθε φορά που όλα έπρεπε να τα οργανώνει με μιλιμετρική ακρίβεια, μην και ξεφύγει από τους κανόνες που πάντα έθετε στον εαυτό του. Ευαισθησίες και συναισθήματα. Αηδίες. Οι άνθρωποι πρέπει να είναι λογικοί, μακριά από παραμυθιάσματα. «Φύγε», έλεγε κάθε φορά σ’ εκείνη την εσωτερική φωνή. «Δε σε θέλω. Μ’ ενοχλείς. Φύγε δεν ακούς;»
Έτσι και τώρα, έκλεισε κουρασμένος τα μάτια.
Τον ξύπνησαν αργότερα, οι ήχοι από το άρμα της, που το έσερναν μαύρα άλογα και κακοσχηματισμένα. Τα γκέμια τους, ακυβέρνητα. Κατάλαβε πολύ γρήγορα πως έπρεπε να καταφέρει να σηκωθεί από τα χώματα. Να σηκωθεί σαν αγέρωχος ηνίοχος. Στο άρμα το ακυβέρνητο, να ζέψει τους καθαρόαιμους αραβικούς ίππους. Να ξεχειλίσει από συναισθήματα. Από το μηδέν του να γεννήσει το τίποτε. «Ex nihilo nihil fit» (τίποτα δεν προέρχεται από το τίποτα), έλεγε ένα ρωμαϊκό γνωμικό. Σε αυτό αποσκοπούσε κι αυτός.
Είχε ταξιδέψει πολύ για να τη βρει. Χιλιόμετρα. Δε γνώριζε την όψη και την υφή της κι όμως, τη φανταζόταν πάντα λουσμένη στο φως, φορώντας λευκά. Ψηλή, λυγερή. Οι τρόποι της απαλοί, ευγενικοί, όχι άξεστοι σαν τους δικούς του. Και τώρα, φαινόταν πως την άκρη είχε καταφέρει να τη βρει κατά το ήμισυ. Βρισκόταν σχεδόν στο τέλος της αναζήτησής του.
Την ψυχή του, έψαχνε, αυτήν που είχε χάσει εδώ και καιρό. Και τώρα μπρος του, το άρμα του νου, σαν άλλος ηνίοχος το γήτευε πάντα η λογική του και ποτέ το συναίσθημα. Έπρεπε να βρει τρόπο να εξισορροπήσει τον νου με την καρδιά. Έτσι θα ξανακέρδιζε τον έλεγχο της ψυχής του. Θα της έδινε φτερά, όπως τότε που ήταν παιδί και πετούσαν σε κάθε τόπο που αυτός ήθελε, χωρίς φραγμούς και περιορισμούς.
«Ήμαρτον, είστε καλά κύριε Ιάσονα; Σας ψάχνουμε σε όλο το κτίριο.» Η άσπρη οπτασία ερχόταν προς το μέρος του λαχανιασμένη. Του έπιασε τον καρπό μετρώντας την πίεσή του. Αυτή ήταν! Βρήκε την ψυχή του. Φοράνε όμως οι ψυχές καπελάκι; Δυο γεροδεμένοι άντρες ήρθαν κοντά του. Τον μετέφεραν απαλά, σχεδόν σαν πούπουλο και τον απόθεσαν στο φορείο. «Είχε βγάλει τον ορό. Και δεν ξέρω πώς σύρθηκε μέχρι εδώ έξω στο προαύλιο», είπε και πάλι η οπτασία.
Εκείνος όμως, είχε αποφασίσει να απελευθερωθεί από τους τέσσερις τοίχους που τον είχαν εσωκλείσει. Το όνομά του, άλλωστε, Ιάσονας κι αυτό συμβόλιζε τη γνωριμία με νέους τόπους. Μα κι αυτός, είχε κάνει μεγάλο ταξίδι για να την βρει. Να την ισορροπήσει. Και τα κατάφερε τελικά. Παλιά έχανε την ψυχή και έβρισκε μόνο το σώμα. Τώρα όμως, τα είχε και τα δύο.
Καθώς το φορείο περνούσε πάλι από τον γνώριμο εσώκλειστο του χώρο του ασύλου, πίσω από τους τέσσερις τοίχους της δικής του προσωπικής κόλασης, ένας πίνακας του Βαν Γκογκ ήταν η μόνη αναλαμπή σ’ αυτό το καταθλιπτικό τοπίο. Άλλωστε, το μαρτυρούσε κι η επιγραφή από κάτω. Μια φράση του μεγάλου ζωγράφου προς τον αδερφό του Τheo: «Πρέπει να ‘χει πεθάνει κανείς πολλές φορές για να ζωγραφίζει έτσι.» Κι αυτός εδώ ήταν ήδη ένας ζωντανός νεκρός .
Η μικρή με τα άσπρα του πέρασε πάλι νέο ορό κι έκλεισε απαλά την πόρτα. Βρισκόταν σε καλά χέρια.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου