Είμαστε και οι δυο ευρωπαϊκές πόλεις. Έχουμε την ίδια καρδιά. Αλλά ζούμε τόσο αντίθετα.
Ξυπνάς το πρωί, όπως ένα λιμάνι. Αποπνέεις την σιγουριά. Αυτή, όπου κάποιος μπορεί ν’ αράξει πάνω τα όνειρά του. Ας πούμε μια Μασσαλία.
Εγώ μια Βενετία, τα δικά μου τα λικνίζω ακόμη. Γόνδολες που καθρεφτίζονται στα νερά της.
Η ελευθερία μου φτερουγίζει, όπως τα περιστέρια πάνω από την πλακόστρωτη πλατεία του Αγ. Μάρκου.
Το δικό σου λιμάνι αρχίζει να παίρνει την πρέπουσα ζωή. Χτυπάς έναν καφέ, με τον ίδιο θόρυβο που κάνουν οι ψαράδες, που αραδιάζουν τα δίχτυα με την ψαριά τους, κατευθείαν στους πάγκους και αυτά ακόμη σπαρταράνε, πάνω στους ξύλινους πάγκους πέφτοντας.
Το δικό μου ρολόι αρχίζει να χτυπά όπως η καμπάνα του Μπιγκ Μπεν και ήδη αλλάζω πλευρό, σκεπάζομαι ακόμη περισσότερο με τα σεντόνια. Κουκουλώνομαι μη με βρει το ξυπνητήρι και με ταρακουνήσει.
Η μέρα σου εξελίσσεται σε μια άλλη αγχωτική στο γραφείο, βαρετή. Την ξεκινάς μ’ ένα τσιγάρο και καταλήγεις να καπνίζεις σαν φουγάρο μεγάλου εμπορικού που κοντεύει να δέσει στο λιμάνι.
Ανοίγω την μεγάλη ντουλάπα με ρούχα στοιβαγμένα κάθε λογής πολύχρωμα, μονόχρωμα, σατέν, δαντελένια. Παζάρι με τα όλα του. Παρισινή μπουτίκ εν μέσω ξεπουλήματος.
Οι δείκτες του ρολογιού μου κουνούν απειλητικά το χέρι πως κινδυνεύω με απόλυση από την δουλειά, εάν δεν τρέξω να προλάβω.
Οδηγώ ραλίστας, σε μια πίστα που η κίνηση κόλλησε στο σημειωτόν, μια Ελλάδα έτοιμη να σκάσει ασφυκτικά από το traffic,στους δρόμους.
Στο γραφείο ήδη χώνεις την μύτη στις σελίδες των πρωτοσέλιδων. Ξεψαχνίζεις τις ειδήσεις μέχρι την ραχοκοκαλιά, όπως θα έκανες μ’ ένα ψάρι για φάγωμα. Θέλεις πάντα να είσαι πλήρως ενημερωμένος.
Μεσημεριανό break. Όση ώρα τρώω εγώ μια υποψία σαλάτας με θαλασσινά, εσύ τρως ένα γερό μεσημεριανό, τύπου αγγλικού πρωινού με λουκάνικα πασαλειμμένα με άφθονο λάδι. Οι πολλές πατάτες ξεχειλίζουν από το πιάτο. Το δε μπέικον, έχει την τιμητική του.
Σχόλασμα. Περνάω μέσα από τα φιδίσια σοκάκια της Πλάκας και επεξεργάζομαι τα λογής- λογής κομψοτεχνήματα αραδιασμένα στους πάγκους. Μια μικρή Μονμάρτη σε μικρογραφία. Πλανόδιοι ζωγράφοι επί του έργου της προσωπογραφίας. Μπλέκομαι στη πολύχρωμη λαοθάλασσα. Μυρωδιά ανέμελης ελευθερίας.
Είχες περάσει και εσύ ξυστά σε κλάσματα δευτερολέπτων περπατώντας από τα ίδια στενά σοκάκια.
Είναι εκείνα τ’ απειροελάχιστα λεπτά που κάθε φορά κάνουν την διαφορά, αλλάζοντας κάθε φορά τους χρονοδιακόπτες της ζωής. Άλλους ανάβεις, άλλους σβήνεις.
Για να ζήσεις την εμπειρία της ζωής, κινητοποιείς τις πέντε αισθήσεις. Αυτά τα υπέροχα ερεθίσματα, μας παίρνουν από το χέρι προκαλώντας μας συναισθήματα με οδηγό την συνείδησή μας, από της οποίας το τούνελ είμαστε ταξιδευτές.
Παραδοσιακές ,οι «πέντε αισθήσεις» και χρεώνονται στον Αριστοτέλη. Θριαμβευτής ανάμεσα τους ο χρόνος.
Δυο Ευρωπαίες πόλεις είμαστε σε ένα συνεχές ταξίδι. Σε μια μόνιμη σύγκρουση. Όσα λαχταρά η ψυχή μας, όσα επιτάσσουν οι καιροί.
Το επόμενο ταξίδι μας, ας είναι υπερατλαντικό, ας ξεφύγουμε απ’τα στεγανά μας.
Σε μια αρπαγή από την καθημερινότητα, αξίζει να ευαισθητοποιούμε τις κεραίες μας στις επιταγές της ζωής.
Ακολούθα τις αισθήσεις σου. Κάψε τους χάρτες και λιώσε τα παπούτσια, μέχρι να βρεις τον πραγματικό σου εαυτό.
Όταν η διαίσθηση σε καλεί, μην την υποτιμάς.
Η διαίσθηση είναι μια διαδικασία που μας δίνει τη δυνατότητα να γνωρίζουμε κάτι άμεσα χωρίς να το αιτιολογούμε αναλυτικά, γεφυρώνοντας το χάσμα μεταξύ συνειδητού και ασυνείδητου, αλλά και μεταξύ ενστίκτου και λογικής.
Βρισκόμαστε σε δύσκολη θέση να πούμε, ότι ακολουθούμε προαισθήματα, έχουμε δυσπιστία στα ενίοτε κρυπτογραφημένα μηνύματα που στέλνει η διαίσθηση μας, και, κατά συνέπεια, μειώνουμε την ικανότητά μας να ενισχύσουμε την δύναμη της, όταν την χρειαζόμαστε περισσότερο.
Ακολουθείστε την φωνή της καρδιάς.
Συνταγή για όλους εμάς τους αθεράπευτα ερωτευμένους με την ζωή.