Το μικρό κομψό τσαντάκι κρεμόταν χαλαρά από τον γυμνό της ώμο. Ήταν μεσαίου μεγέθους. Έμοιαζε ίδιο με λέπια γοργόνας σ’ ένα ανοιχτό θαλασσί χρώμα. Πολύ της μόδας οι παγέτες τη φετινή χρονιά. Έκλεινε μ’ ένα ασημί κούμπωμα, σαν πορτοφόλι. Κάθισε στην άσπρη σκαλιστή καρέκλα με το μαλακό βελούδινο ηλεκτρίκ μαξιλαράκι κι έσκυψε ελαφρώς μπροστά για να την τραβήξει κοντά στο τραπέζι. Άνοιξε νωχελικά τον κατάλογο ενός από τα ακριβότερα εστιατόρια της πόλης. Της το είχαν προτείνει ανεπιφύλακτα από το ταξιδιωτικό γραφείο με το οποίο είχε ταξιδέψει για διακοπές αναψυχής στην καρδιά του Παρισιού. Βλέπεις, είχε το χρηματικό προνόμιο να ταξιδεύει πολύ συχνά.
Το δαχτυλίδι στο χέρι της, το οποίο γυάλιζε, επιβεβαίωνε την οικονομική της ευχέρεια. Ένα πράσινο σμαράγδι το διακοσμούσε και καμάρωνε -ίδια η Κλεοπάτρα- με το κατάμαυρο καρέ μαλλί της σαν έβενος. Οι αφέλειές της σκέπαζαν το μέτωπό της με μια κουρτίνα φράντζας. Τα μάτια της εστίασαν στ’ ακριβότερα είδη του καταλόγου και με άπταιστα γαλλικά παρήγγειλε για αρχή χαβιάρι κα ένα μπουκάλι Chateau d’ Yquem 1787. Ο σερβιτόρος με το μαύρο κουστούμι του με το παπιγιόν, περίμενε υπομονετικά να ολοκληρώσει την παραγγελία της. Στο άκουσμα του πανάκριβου αυτού μπουκαλιού κρασιού, που εκείνη επέλεξε τινάχτηκε αποσβολωμένος σαν να τον είχε χτυπήσει ηλεκτρικό ρεύμα. Ήξερε πως στο κελάρι δεν υπήρχε αυτό το σπάνιο κρασί.
«Μαντάμ, θα σας λυπήσω, αλλά δεν έχουμε στην κάβα μας αυτό το κρασί.»
Το παπιγιόν του σαν ν’ άρχισε να τον σφίγγει ολοένα και περισσότερο στον λαιμό, μέχρι που φάνηκε έτοιμο να τον πνίξει γι’ αυτό που κατάφερε να ξεστομίσει. Το εστιατόριο αυτό, στον κόσμο της καλής κοινωνίας, είχε εξέχουσα φήμη και σε καμία περίπτωση δε θα ήθελαν να δυσφημιστούν. Εκείνη, σαν να ξέχασε την καθωσπρέπει ευγένειά της και χτύπησε με δύναμη το χέρι της στο τραπέζι. Με επιτακτική φωνή απαίτησε.
«Θα μου φέρετε το μπουκάλι που σας παρήγγειλα, ή φωνάξτε τον προϊστάμενο του εστιατορίου να του μιλήσω.»
Στο τραπέζι έβγαλε με φόρα μια δέσμη από χαρτονομίσματα που πετάχτηκαν σαν πράσινα τέρατα. Λερναίες Ύδρες, έτοιμες να εξαγοράσουν οποιαδήποτε τολμηρή αντίσταση. Την είχαν κακομάθει αυτές οι πράσινες Λερναίες Ύδρες, που αποκεφάλιζαν όποιον δεν υποτασσόταν στις απαιτήσεις της και τ’ ακριβά της καπρίτσια. Είχε τον τρόπο της να τους πουλάει και να τους αγοράζει όλους, χάρη σε αυτά τα πράσινα δαιμονικά. Ο σερβιτόρος μουρμουρίζοντας σαν να προσπαθούσε να λύσει γρίφο, απομακρύνθηκε βιαστικά.
Τελικά, ο προϊστάμενος της χρύσωσε το χάπι κερνώντας την ένα άλλο εκλεκτό ακριβό κρασί της κάβας και μια απολαυστική μελλοντική γευστική επίσκεψη στον πολυτελή τους χώρο, για όποτε την έφερνε ο δρόμος της ξανά. Εκείνη, έκλεισε την βραδιά παραπατώντας ελαφρώς κι αναπνέοντας τον Παριζιάνικο αέρα, βγαίνοντας στη σιγαλιά της νύχτας. Μια λιμουζίνα την περίμενε για την επιβίβασή της και την επιστροφή στο Νοvotel Paris Les Halles. Eίχε κλείσει φυσικά μια λουξ σουίτα. Έσφιξε μισοζαλισμένη το κλειδί που της έδωσαν στη ρεσεψιόν και κατευθύνθηκε στον πολυτελή εσωτερικό χώρο.
Εκεί, ξαφνικά, μέσα στο ακριβό της κλουβί, τη χρυσή της φυλακή, εγκλωβίστηκε, όσο οι άλλοι τη μακάριζαν με σχόλια και likes για τη χλιδάτη της ζωή, τα σπίτια πολυτελείας, τα ταξίδια σε ακριβά θέρετρα, τα αυτοκίνητά της κι όλα όσα ο νους επιθυμεί. Έκανε να πάρει κάποιο φίλο, μα συνειδητοποίησε πως ακόμη και τις σχέσεις τις φιλικές, τις δωροδοκούσε με το πλούσιο πορτοφόλι της κι έτσι κατάφερνε να τις συντηρεί. Τότε, σε μια στιγμή παροξυσμού, ένιωσε γυμνή από συναισθήματα. Δεν είχε πια ανθρώπινη μορφή και τα μάτια της είχαν γίνει ανοίγματα ενός γιγάντιου πορτοφολιού. Το σώμα της, ένα χρηματικό περιεχόμενο. Οι άνθρωποι που την περιστοίχιζαν, πιόνια που κινούσε με το χρήμα της. Η κενότητα την κυρίευσε. Έπεσε βαριά στο στρώμα κι αποκοιμήθηκε.
Την επόμενη μέρα της επιστροφής της, στο απέναντι πεζοδρόμιο η ματιά της έπεσε σ’ ένα διαφημιστικό με τον Βοb Marley να της χαμογελά με νόημα. Διάβασε: «Μοney can’ t buy life». Ειρωνεία της τύχης, σκέφτηκε. Τα είχε όλα κι όμως τίποτα. Αναρωτήθηκε πόσοι άραγε έμεναν μαζί της γι’ αυτήν ή για χάρη των τραπεζικών της επενδύσεων.
Στη λιμουζίνα που τη μετέφερε, μια εφημερίδα στη θέση του συνοδηγού έστεκε φαρδιά πλατιά με τεράστια κόκκινα γράμματα στο εξώφυλλό της. Ο τίτλος έλεγε: «Η σχέση με το χρήμα ως κινητήριος μοχλός….» Έπεσε στα χέρια της σαν απάντηση της μοίρας. Η ανάγνωσή της όμως αυτή τη φορά, στάθηκε δύσκολη, άβολη, επίπονη: «Μια έρευνα που πραγματοποιήθηκε στο πανεπιστήμιο της Μινεσότα από τη Δρ. Kathleen D. Vohs στο περιοδικό Science, αποδεικνύει πως το χρήμα είναι βασικός παράγοντας παρακμής των αξιακών μας συστημάτων. Απομακρύνει κάθε είδος δημιουργικότητας, αφού θεωρείται αυτονόητο κλειδί που ανοίγει κάθε πόρτα χωρίς κόπο. Ένας άνθρωπος ο οποίος έχει ως στόχο του -αποκλειστικά- να βγάλει χρήματα, μπορεί να αυξήσει τα επίπεδα του στρες του ως κι 85%, ενώ διακατέχεται από μόνιμη καχυποψία, πράγμα που κάνει τις σχέσεις εξαιρετικά δύσκολες.»
«Ως άνθρωποι αξίζουμε να κακομαθαίνουμε τον εαυτό μας με μικρές πολυτέλειες, αλλά θα πρέπει να γνωρίζουμε πώς να κρατάμε ισορροπία με το χρήμα και πώς να το διαχειριζόμαστε εμείς, αντί εκείνο, εμάς. Είναι ένα όχημα, αλλά εμείς οι οδηγοί του. Εμείς οι δημιουργοί κι όχι τα δημιουργήματά του. Πρέπει να αποτελεί ενέργεια ανακυκλώσιμη για το ευ ζην μας και σε καμία περίπτωση δύναμη χειρισμού. Αποτελεί ένα χρήσιμο τιμόνι, αρκεί να γνωρίζεις να το χειρίζεσαι για δημιουργικούς σκοπούς κι όχι να σε πηγαίνει στα τυφλά.»
Έκλεισε απότομα την εφημερίδα και είπε στο οδηγό να σταματήσει λίγο πιο κάτω. Θα συνεχίσει με τα πόδια, σκέφτηκε, κι ένιωσε για πρώτη φορά τόσο ελεύθερη. Η διαφήμιση του Βοb Marley ξεπρόβαλε πάλι μπροστά της, μειδιώντας. Χαμογέλασε κι εκείνη. Κάτι θα ήξερε, δεν μπορεί.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου