Αυτός ο κύριος με τον οποίο έχω σχέση, είναι συνεπής και συχνά, έρχεται στην ώρα του. Άλλοτε πάλι με στήνει κι αναγκάζομαι να τον περιμένω στη στροφή. Αλλά, βλέπεις, είναι καπάτσος και καταφέρνει πάντα να κερδίζει λεπτά. Με κακομαθαίνει με λιχουδιές και λογής-λογής γλυκά τις γιορτές, αλλά και με λουλούδια- κυρίως κόκκινα τριαντάφυλλα. Ο άτιμος, ξέρει πόσο μου αρέσουν. Αν και πιο πολύ μου αρέσουν οι ιβίσκοι, που τους συντηρεί με περισσή φροντίδα στο μπαλκόνι μου, που κρατά ευήλιο τον περισσότερο καιρό.
Είναι πολύ μοδάτος ο κύριος αυτός, κάθε εποχή. Η ντουλάπα του κρύβει κι από ένα διαφορετικό ντύσιμο, ανάλογα με τον καιρό. Άλλη γκαρνταρόμπα το φθινόπωρο, άλλη τον χειμώνα, άλλη την άνοιξη, άλλη το καλοκαίρι. Μόνο εγώ είμαι εκτός εποχής. Ναι, θα ήθελα να ζήσω σε άλλη εποχή, το ομολογώ. Ίσως γι’ αυτό ταξιδεύω νοερά στο χρόνο αναπολώντας.
Μου έχει χαρίσει ένα μεγάλο ρολόι να παρακολουθώ τις κινήσεις του. Αλλά και κάθε έτος, δεν ξεχνά να μου χαρίσει ένα ημερολόγιο με στιχάκια ή και μια ατζέντα τύπου οrganizer. Κι εγώ τον περιμένω, γιατί δεν αποφασίζει να συγχρονιστεί κι άλλοτε τρέχω γιατί δεν τον προλαβαίνω.
Έχω χρόνο ν’ απολαύσω κάτι διασκεδαστικό; Kάτι χαρούμενο, κάτι διαφορετικό; Να σου, έρχεται αυτός και μου βάζει φρένο. «Εδώ εσύ, μην το κουνήσεις ρούπι. Τελείωσε τη δουλειά», λέει και με καταδιώκει. Μα και τα πρωινά, το ίδιο χάλι. Μου φέρνει το ξυπνητήρι στο αυτί, κουδουνίζοντας σαν δαιμονισμένο. Μου κάνει κήρυγμα «θα αργήσεις στη δουλειά τον νου σου» κι εγώ σηκώνομαι ανόρεχτα, όσο με σπρώχνει να ντυθώ.
Καμιά φορά πιάνω τον εαυτό μου ν’ αλλάζει τα ημερολόγιά του: 2020, 21 ,22 ,23. Ξέρεις, αυτά του παλαιού τύπου. Κυλάει η ζωή νερό κι εγώ όλο και σχίζω τα χαρτάκια, περίεργη πάντα για το επόμενο μήνυμα σαν να ανοίγω το περιτύλιγμα από σοκολατάκια το ένα μετά το άλλο, καταβροχθίζοντας το περιεχόμενο του κουτιού. Γυρίζουν οι δείκτες, τα λεπτά, οι ώρες φεύγουν, οι μήνες, τα χρόνια. Μετά σβήνω τον χρονοδιακόπτη. Κλείνω τα μάτια. Βλέπω το βέλος του χρόνου να ταξιδεύει. Το χθες και το προχθές που γίνεται μονοχρονικό κι εκείνος περνά μέσα από χώρες, μέσα από αιώνες.
Ο χρόνος μου γίνεται τώρα ένας ρέων Νείλος. Εκεί που ανατέλλει το άστρο του Σειρίου. Περνάει από την Περσία. Εκεί θεωρείται «άγγελος». Αγγελιοφόρος καλών κι άλλοτε κακών ειδήσεων. Το πέρασμά του από την Ινδία βάφεται με χρώματα σκούρα, του μαύρου και του μπλε. Σύμβολο αναγέννησης και θανάτου. Ταξιδεύει στην Κίνα και συναντιέται με τον Χωρ και γίνεται ενιαίος. Ενώνει παρελθόν, παρόν και μέλλον και δίνει χρονική διάρκεια. Γίνεται ανθρώπινος κι εναρμονίζεται με το σύμπαν.
Αλλάζει μορφές. Γίνεται θεός Κρόνιος, είτε Ωκεάνιος που γεννά τον Αιθέρα και το Χάος, λουσμένος μέσα στο αρχαιοελληνικό φως. Παίζει χαμογελαστός πεσσούς, που τους ελέγχει με μαεστρία στα κείμενα του Ηρακλείτου. Αποτελεί γέννηση και φθορά, πάλη των αντιθέτων. To σίγουρο είναι πως, εάν δεν αριθμηθεί από τον ανθρώπινο νου, δεν υφίσταται σύμφωνα με τον Αριστοτέλη. Είναι κοσμικός ή ο κόσμος της συνείδησης, σύμφωνα με τον Αυγουστίνο. Κι οι θεωρίες πολλές, όσο αλλάζει αιώνες, τόπους, εποχές, γεγονότα, εφευρέσεις, καταστάσεις. Κι όσο διαστρεβλώνει πραγματικότητες μέσα από τον καθρέφτη του, ασπρίζει και ρυτιδώνει τις μορφές.
Τον κοιτώ και με κοιτάει. Μόνο έτσι για λίγο σταματά, όσο γεννάει τις στιγμές.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου