Οι πρώτοι περαστικοί του μεροκάματου διέσχιζαν με κλειστές ομπρέλες, άλλες μονόχρωμες, άλλες πολύχρωμες, τον πλακόστρωτο πεζόδρομο. Οι μικρές λιμνούλες νερών που είχαν σχηματιστεί μετά από την έντονη βραδινή νεροποντή, τους έκανε να βηματίζουν με μεγαλύτερες δρασκελιές για να μη βρέξουν τα ρούχα τους. Μερικοί, τελικά, δεν τα κατάφερναν και τόσο καλά να κρατήσουν στεγνά, τις κάλτσες και τα παπούτσια τους. Ίσως την επομένη μέρα να τη γλίτωναν από τη δουλειά με αναρρωτική. Ο καιρός, τώρα τελευταία, έπαιζε τρελό παιχνίδι με τις απότομες μεταβολές του. Του άρεσε να τους ντύνει και να τους γδύνει, ανάλογα με τις διαθέσεις του. Και το φαινόμενο δεν ήταν τοπικό, αλλά μάστιζε όλη την Ευρώπη.
Εδώ κι εκείνη, στο γνωστότερο στέκι των καλλιτεχνών. Εδώ που χτυπούσε η καρδιά της Μονμάρτρης, για ένα μεροκάματο. Κατέβασε από τον ώμο της τον μαύρο της σάκο. Στα μαύρα ντυμένη κι αυτή, σαν να είχε μόλις ξεπηδήσει από του Edgar Allan Poe «το Κοράκι». Από το σακίδιο έβγαλε ένα μικρότερο τσαντάκι. Ήταν σαν ν’ άνοιγε φύλλο, φύλλο ένα καλά τυλιγμένο κρεμμύδι.
Το μακιγιάζ ξεκίνησε σχεδόν ιεροτελεστικά. Το έντονο μαύρο στα μάτια συνέχισε να δίνει τη δύναμη στο μαύρο που κυριαρχούσε σε όλο το ντύσιμό της. Πέρασε στην αντίθεση με κυρίαρχο το άσπρο, αμέσως μετά. Το άπλωσε σε όλο της το πρόσωπο, μ’ ένα φαρδύ πινέλο. Εκεί, κάτω ακριβώς από το μάτι, έφτιαξε κι έναν μαύρο ρόμβο. Τα χείλη τα έβαψε κατακόκκινα, σαν κεράσια έτοιμα για φάγωμα Σειρά τώρα πήρε μια φαρδιά άσπρη φόρμα με παντελόνα. Στον λαιμό της πέρασε μια κορδέλα με φραμπαλά και στο ύψος του στέρνου, στερέωσε ένα μαύρο πον-πον. Έτοιμη. Μήπως, συλλογίστηκε, δεν έπαιζε σε μια παράσταση; Άνθρωπος της προσφοράς, ξεχείλιζε μέχρι να στερέψει να δίνει σε ανθρώπους και καταστάσεις. Μια ζωή τα ίδια, επέπληξε σιωπηλά τον εαυτό της.
«Ρε, σταμάτα να είσαι κορόιδο.»
Πήρε μερικές βαθιές ανάσες πριν πάρει την όψη βαλσαμωμένου. Κοιτούσε αν της επέτρεπε η στασιμότητα αυτή, όπως τώρα στεκόταν, να κοιτά την κίνηση στον δρόμο και φρόντισε με κάποιες μικροκινήσεις να το καταφέρει. Πάντα χάζευε τους περαστικούς· ένας δρόμος έχει πάντα τη δική του ιστορία, ανάλογα με τα πρόσωπα που κάθε φορά τον απαρτίζουν.
«Προβλέπεται λειψυδρία άνθρωποι, μάλιστα, έν μέσω νεροποντών.» Η φωνή της ακούστηκε αρκετά δυνατά, ώστε να το εμπεδώσει κι η ίδια. Ένας κύριος έστρεψε το βλέμμα και την κοίταξε περίεργα. Μετά κούνησε το κεφάλι του σχεδόν αποδοκιμαστικά και συνέχισε την μονότονή του διαδρομή. Φυσικά οι περισσότεροι θα νόμιζαν πως μιλούσε για τον καιρό. Εκείνη όμως ήξερε.
Τώρα στάθηκε σε θέση προσοχής. Είχε φτάσει μεσημέρι κι ένας ήλιος με τα δόντια χαροπάλευε στον ουρανό, να κρατήσει το χαμόγελό του φωτεινό. Η φωνή ήχησε διαπεραστικά στη μεσημεριανή ησυχία.
«Έλα τώρα Πιέρ, ας κάνουμε λίγο χάζι εδώ πριν πάμε στο εστιατόριο που μου υποσχέθηκες.», άκουσε και πήρε η άκρη του ματιού της ένα ζευγάρι. Ο άντρας απρόθυμα σχεδόν την ακολουθούσε. Πιερ όπως πιερότος, σκέφτηκε η μίμος. Οι πιερότοι παρίσταναν μίμους της παλιάς ιταλικής κομέντια ντελ άρτε. Το «πιέρ», αποτελούσε υποκοριστικό του πιερότου. Παρίσταναν έναν χαρακτήρα αφελή, αλλά τίμιο που έμπλεκε σε μπελάδες για την ειλικρίνεια και τιμιότητά του. Οι φιγούρες του ζευγαριού είχαν ξεμακρύνει μέχρι να βγει από τη σκέψη της κι οι περαστικοί άρχισαν να λιγοστεύουν.
«Ώρα να τα μαζέψω κι εγώ.»
Ξεκίνησε η διαδικασία της ανάποδης ιεροτελεστίας του ξεμακιγιαρίσματος. Το φεγγάρι ολόγιομο, απόψε ταίριαζε στην αμφίεσή της. Απόψε θα το έριχνε έξω, να διασκεδάσει σπάζοντας τη μονοτονία. Τα βήματά της την οδήγησαν στον κήπο με το μυστικό μονοπάτι, κι όχι, δεν ήταν της Αλίκης στη χώρα των θαυμάτων. Στην οδό Pavillion 23, άνοιξε την πόρτα του κτίσματος- δημιούργημα του 19 αιώνα. Στα στρογγυλά τραπεζάκια, τα κεράκια στα ρεσώ τρεμόπαιζαν. Αφέθηκε μ’ έναν αναστεναγμό σ’ έναν κόκκινο, βελούδινο καναπέ.
«Επιτέλους ξεκούραση.»
Ο σερβιτόρος την προσέγγισε:
-Τι να σας φέρω παρακαλώ;
-Ένα μοχίτο.
Ακριβώς πίσω της ακούστηκε μια αντρική φωνή. Κάθισε χωρίς να ρωτήσει στο τραπέζι της.
-Κάν’ τα δυο.
-Ο Πιέρ, αν θυμάμαι καλά. Το μεσημέρι στο πεζόδρομο.
-Η μίμος. Τι εξουθένωση κι αυτή, τα ψώνια με την ξαδέρφη, οφείλω να ομολογήσω. Σας αναγνώρισα κι είπα να καθίσω εάν δε σας πειράζει.
Η ίδια αρκέστηκε να κάνει ένα νεύμα.
-Αύριο πάλι παράσταση, έτσι;
-Ναι, σκέφτομαι αυτή την φορά μια πιο πολύχρωμη παντομίμα σε Αρλεκίνο.
Γέλασαν κι οι δυο.
«Ρε, σταμάτα να είσαι κορόιδο» σκέφτηκε. Κι αν είχε αποφασίσει να ισορροπήσει κάθε πάρε-δώσε στη ζωή της, γινόταν μοχίτο το μοχίτο, όλο και πιο δύσκολο.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου