Η ατμόσφαιρα μυρίζει καλοκαίρι. Είναι από τις βραδιές,που η πανσέληνος σεληνιάζει πάθη, έρωτες, μυστήρια.
Ο κόσμος έχει γεμίσει ασφυκτικά τα μπαράκια και το ποτό γαργαλιστικά ερεθίζει τον ουρανίσκο. Όλοι έχουν βγει, σαν τα σαλιγκάρια μετά από τη βροχή, σ’ έναν χειμώνα που τους άδειασε. Εισπνέουν τον καλοκαιρινό αέρα να γεμίσουν τις μπαταρίες τους. Το ηλιακό σύστημα όλων, στην τροχιά της πλανεύτρας πανσέληνου. 

Αν και στην πρωτεύουσα είναι ελάχιστοι οι κήποι, όλο και από κάποιο μπαλκόνι, ευωδιάζει γιασεμί και βασιλικός. Σε κάτι μπαλκόνια του κέντρου, με κάγκελα σιδερένια, σκαλιστά και στριφογυριστές σκαλίτσες, μπαλκόνια Ρωμαίου και Ιουλιέτας, όπου ακόμα ανθίζει ο έρωτας.

Συναντήσεις, συναντήσεις, συναντήσεις. Σ’ αυτά τα καλλιτεχνικά στέκια που αποπνέουν την κουλτούρα, φυλακισμένη σε τόμους βιβλίων, έτοιμη να ξεχυθεί, ακουμπώντας στα φύλλα τους με τα ακροδάχτυλα,μέσα από την κίτρινη ψυχράδα που τα έθαψε.

Εγώ πάντα με συντροφιά τον φωτογραφικό μου φακό που δεν αποχωρίζομαι, απαθανατίζω τους χώρους, τους ανθρώπους, τα δρώμενα. Η μηχανή μένει μετέωρη, έτοιμη να σκάσει στο πάτωμα. Το κακό έχει τριτώσει. Στο νου μου στροβιλίζουν οι στίχοι του Τίτου Πατρίκιου, «συναντιόμαστε σαν τα παγόβουνα».

Εάν τα μάτια είναι κέντρο της ψυχής καθώς λένε, σίγουρα θ’ αποκωδικοποιούσαν το μυστικό μας κώδικα. Μέσα σ’αυτές τις λίμνες μπορείς να βουλιάξεις και να πνίξεις την έκφραση της ζωής σου. Τα στόματα σφραγισμένα σε τυπικούς χαιρετισμούς.
Μετά, μετακίνηση θέσεων, όπως ένα παιχνίδι παιδικό, οι μουσικές καρέκλες.

Η μετακίνηση πλάτη με πλάτη. Από τη στάση μιας πλάτης, καταλαβαίνεις την αύρα που αποπνέει. Μια ελαφρώς κυρτή, τα κλεισμένα προβλήματα που την κατατρέχουν. Μια αγέρωχη, απροσπέλαστη χώρα για πλέυση.

Στις πλάτες μας χαρτογραφώνται οι σκέψεις μας, γειτονικά νησιά σε άγονη γραμμή. Στο παιχνίδι αυτό εισβάλλει, το τραγούδι Imagine του John Lennon κι αυτό το «εάν οι άνθρωποι έκαναν ειρήνη». Σύμφωνα με το τραγούδι, αυτό το εάν πλανάται. Εάν εισέρρεε ο λόγος, θα λυνόταν το μυστήριο που τις έδενε; Μου κάνεις πλάτη για να εκθέσω τη δική μου. Σου κάνω πλάτη για ν’ ανακαλύψεις το μυστήριο της. Στιγμιαία η μαγεία σπάει και η ξαφνική σου αναχώρηση προ των πυλών.

Ένα τσαλακωμένο χαρτάκι τηλεφώνου στο πάτωμα, επιβεβαιώνει την παρουσία σου στο βιβλιοχώρο. Σε μια τηλεφωνική κλήση οι επιλογές άφθονες. Η απάντηση του ψυχρού τηλεφωνητή να τα προωθεί. Η φωνή του άλλου μέσα από μια απόμακρη άβυσσο.Η προώθηση του αριθμού, ως πίστωση σε ένα λογαριασμό που δεν έκλεισε.

Σε μια επόμενη μετωπική, ή δυο παγόβουνα που συναντιούνται σπάνε τους πάγους τους και λιώνουν, καθώς το ένα έρχεται στα νερά του άλλου ή παγώνουν σε κομμάτια που επιπλέουν τις επιφάνειές τους. Όχι σε ταινία του «Τιτανικού», αλλά «εγώ αυτός και τα μυστήρια, πλάτη με πλάτη».

Κοιτάω το μοχίτο μου με τη γαρνιτούρα μέντας και τα παγάκια να λιώνουν αργά μέσα στο ποτήρι, με την πανσέληνο στο πιάτο της πόλης. Μια καλοκαιρινή νύχτα στο φως της.

Συντάκτης: Νίκη Ατζέμογλου