Καλοκαίρι του 1911. Στην προκυμαία πλήθος κόσμου πηγαινοέρχεται. Βολτάρει φορώντας τα κυριακάτικα ρούχα του. Οι άντρες με τα καλογυαλισμένα μαύρα τους παπούτσια φτιαγμένα στην πένα από τους λουστράκους της γειτονιάς. Τα καπέλα τους απαραίτητο πάντα αξεσουάρ της ένδυσής τους. Οι γυναίκες με τα φορέματά τους και με τους γιακάδες και τα φραμπαλά, τις άσπρες καζάκες τους, καμαρώνουν σαν παγόνια. Κρατούν τα ομπρελίνα τους να μην τους κάψει ο ήλιος την απαλή επιδερμίδα του προσώπου. Όλοι χαμογελαστοί και ξένοιαστοι. Μερικά πάλι παιδιά μπερδεύονται μες τα πόδια τους και κλωτσάνε ένα τόπι. Άλλα ροδομάγουλα δείχνουν τα πρώτα δόντια τους μέσα στα καρότσια που σέρνουν οι νταντάδες των μεγαλοκυριών. Όλος ο πλακόστρωτος δρόμος είναι ένα παριζιάνικο γαλλικό άρωμα κι απ’ αυτό μοσχοβολά ο τόπος όλος. Ο στόλος σε πλήρη απαρτία για τα εγκαίνια του νέου πλοίου στην προκυμαία. Σταματούν με τα πηλήκια τους σε στάση προσοχής ν’ αποδώσουν χαιρετισμό στους επισήμους που θα ολοκληρώσουν την τελετή. Στην προκυμαία τα φορέματα των Σμυρνιών δε σταματούν να θροΐζουν καθώς το ελαφρύ αεράκι τις χαϊδεύει και τις ακολουθεί κατά πόδας. Οι κινήσεις τους νωχελικές και γεμάτες χάρη.
Ο μύθος της γυναίκας Σμυρνιάς αποτελεί φαντασίωση στις διηγήσεις των περιηγητών. Οι Σμυρνιές τότε, ήταν ντυμένες στην τρίχα βλέπεις, φορούσαν τα καλύτερα υφάσματα που είχαν ταξιδέψει στο λιμάνι απ’ όλο τον κόσμο. Μια απ’ αυτές της Σμυρνιές ήταν και η κόρη του εμπόρου, άρχοντα της περιοχής του μπεσαλή, που με το «έλα να ζυγίσουμε» έκλεινε με ευκολία κάθε του εμπορική συμφωνία.
Η κόρη του πάλι ήταν μεγαλωμένη με τα πιάνα της και τη μόρφωσή της. Μόλις νεοφερμένη από τη γαλλική πρωτεύουσα που σπούδαζε τα τελευταία χρόνια. Κρατούσε ελαφρά με το χέρι της την άσπρη αραχνοΰφαντη κουρτίνα της και κρυφοκοιτούσε από του μπαλκόνι του αρχοντικού τους. Με το άλλο έσφιγγε μια πλουμιστή βεντάλια, μιας που η ζέστη εκείνα τα καλοκαίρια τους έκοβε την αναπνοή. Με την αλαβάστρινη επιδερμίδα της και το κερασοκόκκινο έμοιαζε με πορτρέτο ζωγράφου της εποχής. Ντελικάτη την αποκαλούσαν όλοι στη γειτονιά. Με γαλήνια έκφραση παρακολουθούσε ακόμη την κίνηση στο απέναντι πλακόστρωτο. Σε λίγο φαινόταν πως θα ξεκινήσουν τα εγκαίνια. Το προμήνυε η μπάντα μουσικών και το ραβδάκι του μαέστρου που κουνιόταν ετοιμοπόλεμο κάνοντας την τελική πρόβα πριν την έναρξη. Τώρα εκείνη άνοιγε την μπαλκονόπορτα κι έκανε την εμφάνισή της στο μπαλκόνι σαν πριγκίπισσα χαιρετώντας από το ανάκτορο με τους πυργίσκους. Το δικό της ανάκτορο, το μπαλκόνι της πλαισιωμένο από τα κόκκινα γεράνια της που η ίδια φρόντιζε καθημερινά με αγάπη και περίσσια στοργή από την ημέρα που πάτησε το πόδι της και πάλι στη Σμύρνη.
Σταυροδρόμι εμπορικό Ανατολής και Δύσης. Σμύρνη, κοσμοπολίτισσα με τα μπαχάρια και τα αρώματα σου, τις κανέλες. Ο αέρας της αύρας σου μπλέκεται με τη μυρωδιά των γιασεμιών. Η λυγερόκορμη σιλουέτα ξαναμπήκε στο δώμα του αρχοντικού. Από τη μισόκλειστη κουρτίνα η ματιά της διασταυρώθηκε μ’ αυτήν ενός νεαρού αξιωματικού.
Τα εγκαίνια ξεκίνησαν και η κόρη του εμπόρου -και όλοι οι υπόλοιποι μαζί κοιτούσαν το χαρισματικό κοριτσάκι που ξεκίνησε να παίζει σαντούρι και μετά βιολί. Κόρη του Αγγέλα Μαρωνίτη ή Χιωτάκη, ξακουστού βιολιστή .
Η ειδυλλιακή εικόνα όμως εξαφανίστηκε καθώς άνοιξε τα μάτια και θυμήθηκε πως τα χρόνια έχουν περάσει, πάλι ονειροπολούσε. Οι μνήμες των προγόνων της χάθηκαν στο παρελθόν. Ναι είναι βέρα Σμυρνιά. Το προμηνύει το όνομά της, Ανδρομάχη. Μερακλού, με την αγέρωχη περπατησιά και τον λόγο της σπαθί.
Κοιτάει το ρολόι. Άργησε. Έχει να ετοιμαστεί για το πάλκο. Τραγουδά στη «ρεμπέτικη γωνιά». Εκεί οι αμανέδες και τα ρεμπέτικα είναι στο φόρτε τους. Άφθονο το κρασί που ρέει και τραγούδια ακούγονται μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες. Φτάνει η σειρά της ν’ ανέβει στην πίστα και το τραγούδι ξεκινά. Το μαγαζί κατάμεστο. Την προτρέπουν με χειροκροτήματα να ξεκινήσει και το τραγούδι ξεκινά.
«Φύγε μόρτισσα Σμυρνιά
Δε φοβάμαι τίποτα σε τούτο τον ντουνιά.
Μονάχα τα μάτια σου βρε μόρτισσα Σμυρνιά».
Σύνθεση του Κώστα Καρίπη σε στίχους Γιώργου Πετροπουλέα που συγκαταλέγεται στα ρεμπέτικα τραγούδια και ηχογραφήθηκε το 1937 και τραγουδιέται μέχρι και σήμερα, κυρίως από εκείνους που νοσταλγούν την όμορφη μας Σμύρνη.
Σειρά όμως έχουν να πάρουν μετά και τα σμυρναίικα. Ποτήρια τσουγκρίζουν. Τα κέφια ανάβουν για τα καλά. Κάποιοι τολμηροί θαμώνες ξεδιπλώνουν το μουσικό τους ταλέντο και σιγοτραγουδούν μαζί της. Και ένα σύννεφο από την κάπνα του ρεμπετάδικου τους τυλίγει.
Τα φώτα σβήνουν. Είναι αργά το χάραμα. Τα τακούνια της ηχούν στο πλακόστρωτο. Με περπάτημα αγέρωχο που το λέει η καρδιά της σιγουτραγουδά «Φύγε Μόρτισσα Σμυρνιά» και η καρδιά της γελά φέρνοντας στον νου της μνήμες από τις χαμένες πατρίδες.
Επιμέλεια κειμένου: Ζηνοβία Τσαρτσίδου