Η γη οργισμένη κατέβηκε από τον θρόνο της και πέταξε τα γοβάκια της μερικά μέτρα μακριά. Έβγαλε το στέμμα της και χτύπησε το ραβδί της τρεις φορές με δύναμη στο χώμα. «Ακούς εκεί να με δηλητηριάζουν με αυτόν τον απαίσιο τρόπο», είπε.
Άνοιξε την πύλη του πύργου της και μάζεψε με το χέρι της ένα άδειο πεταμένο κονσερβοκούτι. Έτσι όπως το κρατούσε, κόπηκε άγαρμπα και λίγες σταγόνες αίματος άρχισαν να βάφουν το γρασίδι που ήδη είχε αρκετά μεγαλώσει· η άνοιξη είχε εισβάλει εδώ και μέρες κατακτώντας τον θρόνο του γέρου χειμώνα. Oι κόκκινες πηχτές σταγόνες αίματος δε σταμάτησαν να νοτίζουν το έδαφος. Έκοψε ένα κομμάτι ύφασμα από το ρούχο της κι έδεσε πρόχειρα την πληγή.
«Και τι είναι αυτά εδώ παρακάτω! Σκουπίδια, χαρτιά, αποτσίγαρα παντού διασκορπισμένα σαν βομβαρδισμένο, ρημαγμένο τοπίο», μονολόγησε. Προσπέρασε με τις μύτες των ποδιών της όλες τις ρυπαρές αυτές νάρκες. «Κι όμως, άλλη μια χρονιά επέζησα», είπε. Έπνιξε ένα βεβιασμένο γελάκι κι έβγαλε από τη χρυσή ζώνη του άσπρου της αέρινου φορέματος έναν φάκελο. Ήταν ένας από τόσους που είχε λάβει από φανατικούς της θαυμαστές κι είχαν σταλεί από όλες τις ηπείρους. Διάβασε:
«Ημέρα Γης. Σας γιορτάζουμε στις 22/4/2023 με τις ανώτατες τιμές. Η παρουσία σας θα μας έκανε ιδιαιτέρως χαρούμενους.» Ξαναδιάβασε πιο δυνατά και γέλασε ειρωνικά. «Η παρουσία σας μας έκανε ιδιαιτέρως χαρούμενους.»
«Είναι δυνατόν να με καλούν, ενώ καταπατούν, λερώνουν, δε σέβονται τα εδάφη μου, τις θάλασσές μου και κάθε ζωντανό οργανισμό που ζει στο δικό μου βασίλειο;», αναρωτήθηκε. «Μεγάλο θράσος», αναφώνησε.
Πολύ πιο θυμωμένη πια, συνέχισε την επιθεώρηση των εδαφών της. Γλίστρησε το πόδι της στα νερά της θάλασσας- ευχάριστη για την εποχή θερμοκρασία. Ένιωσε να ηρεμεί. Μέχρι που το ελαφρύ αναζωογονητικό αεράκι που φύσαγε έφερε στα πόδια της μια πλαστική σακούλα σουπερμάρκετ και σχεδόν τα τύλιξε, σαν τα πλοκάμια χταποδιού. Την παραμέρισε ελαφρώς αηδιασμένη. Ξανοίχτηκε λίγο βαθύτερα. Κηλίδες ενός γαλακτώματος νερού σε λάδι ξεπρόβαλαν επιπλέοντας. Αργό πετρέλαιο που διέρρευσε, διαπίστωσε.
Βγαίνοντας από το βρώμικο νερό η επιθεώρησή της συνεχίστηκε. Τα αποκαΐδια του κοντινού δάσους, άφηναν την οσμή καμένου στα ρουθούνια. Το άλλοτε πράσινο τοπίο, κείτονταν πια μαύρο. «Ως εδώ», ξέσπασε οργισμένη. Ξεχείλισε με υπερβολικό θυμό, σαν τα νερά που φουσκώνουν στην παλίρροια. Χτύπησε τρεις φορές και πάλι το ραβδί της με δύναμη, στα σπλάχνα της αυτή τη φορά. Αμέσως η γη άρχισε να χορεύει στους ρυθμούς του Εγκέλαδου, που έλυσε τον αλυσοδεμένο Κέρβερο. Τα τριπλά άρρηκτα τείχη άρχισαν να σείονται και να συγχωνεύουν σε ρήγματα ό,τι έβρισκαν στο πέρασμά τους. Κατάπιναν χώμα και σκόνη. Το απόλυτο χάος.
Η λάμπα κάθε δωματίου άρχισε να κουνιέται τραμπαλιζόμενη. Τα αντικείμενα κάθε τραπεζιού χόρευαν μέχρι να βρεθούν στο πάτωμα σπασμένα. Τα φλιτζάνια των ντουλαπιών τραντάζονταν. Κι η ταραχή από τα άψυχα, αλυσιδωτά μεταδιδόταν στα έμψυχα. Το ντόμινο των διαδοχικών αντιδράσεων μεταφερόταν από άνθρωπο σε άνθρωπο. Ο φόβος για τον καθένα και διαφορετικός. Ένα αίσθημα πανικού έπιασε τον κάθε σπιτονοικοκύρη από τον λαιμό. Σαν ένα χέρι να του έσφιγγε το λαρύγγι για να τον πνίξει. Κι εάν η περιουσία του κατέρρεε σαν ένας πύργος από τραπουλόχαρτα; Τόσα χρόνια ο καθένας τους είχε μοχθήσει για την απόκτηση ενός δικού του σπιτιού, που τώρα έβλεπε να χάνεται. Η κ. Ρένα στο διπλανό διαμέρισμα έτρεξε να μαζέψει τα παιδιά της από τα δωμάτια. Η μεγαλύτερη περιουσία της, τα πολυτιμότερα δώρα της, τα λατρεμένα βλαστάρια της. Δεν την ένοιαζε για τ’ αποκτήματα. Στο κάτω διαμέρισμα, η Αννούλα σκεφτόταν το αγόρι της. Κι εάν τους πλάκωνε η γη; Κι εάν δεν το ξανάβλεπε; Κρύος ιδρώτας έλουσε το μέτωπό της. Είχαν τσακωθεί το προηγούμενο βράδυ και δεν πρόλαβε να του μιλήσει.
Η γη, σαν να ήθελε να ενσαρκώσει το πιο παρανοϊκό σενάριο, ξεκίνησε να χορεύει σαν τρελή το domino dancing των Pet shop boys. Tης άρεσαν τραγούδια πιο παλιάς δεκαετίας και σιχαινόταν που την ταύτιζαν με βαρύγδουπα επικά συμφωνικά κομμάτια. Συνέχισε να χορεύει ντίσκο, συντονίζοντας τα βήματά της με τη μουσική και πέρασε στο βήμα του μετασεισμού. Τα μηνίγγια όλων κάλπαζαν, πια, κυριευμένα από φόβο. Για το αύριο. Για το τι θα γίνει. Τι θα σωθεί από το ανθρώπινο χέρι. Τι θ’ απομείνει. Τώρα, είχαν όλοι ένα κοινό.
«Κοίτα τα όλα που πέφτουν
Όλη μέρα, όλη μέρα.
Ο χορός των ντόμινο.
Κοίτα τα όλα που πέφτουν.»
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου