Ήταν η προσωποποίηση της συνέπειας. Από το σπίτι στη δουλειά και από τη δουλειά στο σπίτι. Το γραφείο του ήταν πάντα τακτοποιημένο, όλα στην εντέλεια. Οι φάκελοι με τις οφειλές και τις αποπληρωμές στο πάνω ράφι. Οι φάκελοι με τα συμβόλαια των πελατών ένα ράφι πιο κάτω. Είχε φτιάξει και ειδικό πρόγραμμα διατροφής για κάθε μέρα. Δευτέρα και Τετάρτη ψάρι. Τρίτη και Πέμπτη κρέας. Παρασκευή λαδερά. Τα Σαββατοκύριακα, ανάλογα με τα κέφια του. Δεν άλλαζε την καθιερωμένη σειρά εύκολα. Κανονική ευλαβική ιεροτελεστία. Ασφάλιζε ζωές, αλλά είχε σε ασφάλεια και τη δική του. Δεν έκανε τίποτα που να τον βγάζει από τα νερά του. Πάντα τάξη και ασφάλεια. Θα έλεγες πως σε αυτή του τη μονοτονία έμοιαζε με έμβρυο στον αμνιακό σάκο. Προστατευμένος από όλους και απ’ όλα. Ήθελε την ησυχία του.
Το Σαββατοκύριακο έσπαγε λίγο την κλασική ρουτίνα με να το ρίχνει στη μαγειρική. Είχε περισσότερο χρόνο να διαθέσει, ώστε να χαλαρώσει από τον φόρτο της εβδομάδας και την καθημερινή τρέλα στο γραφείο. Άλλωστε, ήταν μια ευχάριστη συνήθεια από τα φοιτητικά του χρόνια. Η μαγειρική ήταν το φόρτε του. Μέχρι και η μητέρα του τον συμβουλευόταν για τα πιάτα της. Σήμερα, θα μαγείρευε ένα πραγματικά εξεζητημένο πιάτο. Για αρχή ένα ορεκτικό, που άλλοι θα δοκίμαζαν ως λουκούλλειο γεύμα και άλλοι πραγματικά θα έφευγαν τρέχοντας. Es cargot με δεντρολίβανο, παρακαλώ. Ένα πιάτο γαλλικό, που έκανε θραύση στα στέκια των καλοφαγάδων. Μετά, θα τηλεφωνούσε να δώσει πάλι τη συνταγή στη μητέρα του.
«Λοιπόν, χρειαζόμαστε μπόλικο αλάτι για να τους απλώσουμε μπουμπουριστούς», μονολόγησε. «Αλάτι, αλάτι. Μα που έχω το μυαλό μου. Πού να πάρει, ξέχασα ν’ αγοράσω αλάτι πριν έρθω σπίτι. Να τι σου κάνει η πολλή δουλειά». Το ράδιο συμφώνησε μαζί του. Το είχε σε χαμηλή ένταση και έπαιζε το «σαν το μαγεμένο μου μυαλό». ]«Πραγματικά μαγεμένο, πώς και ξέχασα το αλάτι»…
Μήπως στο διπλανό διαμέρισμα είχαν να του δανείσουν; Είχε μείνει για καιρό άδειο και τις τελευταίες μέρες έβλεπε φως ν’ ανάβει καθώς γύριζε τα βράδια αργά σπίτι. Πέταξε την ποδιά μάγειρα στην καρέκλα της κουζίνας και βιαστικά χτύπησε δίπλα. «Έχετε μήπως να μου δανείσετε αλάτι. Να, ξέρετε, ξέχασα ν΄ αγοράσω σήμερα». «Καταλαβαίνω, το παθαίνω κι εγώ συχνά, όταν πολλές υποχρεώσεις τρέχουν μαζί». «Μαγειρεύω μια σπεσιαλιτέ». «Δηλαδή;». «Κοχλίες». «Αλήθεια, το ξέρετε πως τα σαλιγκάρια με τις κεραίες τους μυρίζουν αλλά και βλέπουν; Το λέει και ο Γκαίτε στον Φάουστ. Στον κίνδυνο, μαζεύει τις κεραίες πάντα στο καβούκι του…».
«Πολύ ενδιαφέρον αυτό στον Φάουστ», της είπε δυνατά. Και σιωπηλά, σκέφτηκε τη μονότονη ζωή του. Αυτή που ζούσε κλεισμένος στο καβούκι του σαν το σαλιγκάρι. Αποτραβηγμένος στην ησυχία του. Σχεδόν σαν ερημίτης. Κανένα σασπένς. Δουλειά σπίτι, σπίτι δουλειά. Κρυβόταν για να μην πληγωθεί από καταστάσεις και ανθρώπους. Ναι, κρυβόμαστε πολλές φορές στη ζωή μας για να μη λαβωθούμε, όπως κάνει το σαλιγκάρι.
Με τη ζωηρή συζήτηση η ώρα πέρασε ευχάριστα και η όρεξη για μαγείρεμα κοχλιών είχε πάει περίπατο. Έτσι όπως τους είχε στη σακούλα τούς ελευθέρωσε από την άβολη φυλακή τους. Έπειτα, τους αποχωρίστηκε στον κήπο της πολυκατοικίας. Είχε μείνει και πάλι μόνος. Μάταια η μητέρα του περίμενε τη σπέσιαλ συνταγή που της είχε υποσχεθεί να της αποκαλύψει. «Πού έχω πάλι το μυαλό μου; Το έχασα και ξέχασα να τηλεφωνήσω στη μητέρα για τη συνταγή», σκέφτηκε.
Τις επόμενες μέρες, αρκετές φορές προσκάλεσε τη γυναίκα της διπλανής πόρτας σπίτι του. Ζητούσε τη γνώμη της για τα φαντεζί πιάτα του. Μόνο σε αυτά κατάφερνε να είναι φαντεζί. Στη ζωή του βάλτωνε στην καθημερινή ρουτίνα. Και τώρα, αυτή η γυναίκα είχε κερδίσει τη θέση του δοκιμαστή των πιάτων του. Η ζωή του φάνταζε πια πολύχρωμη, είχε δράση και γέλιο, στοιχεία που τόσο της έλειπαν. Μπορεί να έχανε πού και πού το μυαλό του, αλλά είχε βρει την ψυχή του. Για την ακρίβεια δύο ψυχές. Μία τη δική του, και μια άλλη όμοια με τη δική του. Κι ήταν η πρώτη φορά στη ζωή του που κάλυπτε τις πραγματικές του επιθυμίες.
Επιμέλεια κειμένου: Βασιλική Γ.