Σάββατο βράδυ σε ένα μπαράκι στο κέντρο της πόλης. Μία αντροπαρέα κάθεται και συζητάει για το ποδόσφαιρο. Όλοι γελάνε, φωνάζουν, διασκεδάζουν, εκτός από έναν. Αυτός αγέρωχος, γοητευτικός κι άνετος, όρθιος με την πλάτη στην κολόνα κι ένα σκέτο ουίσκι στο χέρι. Οι υπόλοιποι δεν του δίνουν σημασία, τον έχουν συνηθίσει να ψάχνει το επόμενο θήραμα. Κάθε φορά η ίδια ιστορία. Έψαχνε την επόμενη κοπέλα με την οποία θα μπορούσε να περάσει ένα ξεχωριστό βράδυ και το επόμενο πρωί να γίνει καπνός.
Τελικά, το βλέμμα του πέφτει σε μία κοπέλα στο διπλανό τραπέζι. Τη σκανάρει από πάνω μέχρι κάτω. Ωραίο σώμα, ντύσιμο που το προσέχεις, συμπαθητικό χαμόγελο κι ένα γλυκό πρόσωπο, σκέφτεται. Στόχος ευρέθη. Τώρα μένει μόνο να βρει την κατάλληλη στιγμή.
Παίρνει την πρωτοβουλία να πάει μόλις αυτή κάνει κίνηση για το μπαρ, μακριά απ’ την παρέα της. Νιώθει σίγουρος κι έτοιμος να τη μαγέψει. Έτσι κι αλλιώς, η αυτοπεποίθησή του έχει χτιστεί από όλες τις προηγούμενες νύχτες. Κάθε βήμα του ξεχειλίζει αισιοδοξία και σιγουριά. Φοράει το χαμόγελό του, το προκλητικό του βλέμμα κι είναι έτοιμος.
«Η κοπέλα θα πάρει μία βότκα βύσσινο και για μένα ένα ακόμα ουίσκι», λέει στον barman κι έπειτα γυρίζει στην κοπέλα.
– Νίκος, χάρηκα.
– Δε μου λες ρε Νικολάκη; Με μία κερασμένη βότκα βύσσινο περιμένεις να πηδήξεις;
– Συνήθως, κερνάω τρεις μέχρι να φύγουμε.
– Συνήθως, θα έπρεπε να τρως χυλόπιτα.
Έρχονται τα ποτά κι ο Νίκος παίρνει του ουίσκι του και πάει να φύγει. Κάνει δύο βήματα, γυρίζει και με ένα σαρκαστικό χαμόγελο πετάει ένα: «Στην υγειά σου. Καλά να περάσεις», κι αποχωρεί. Δεν περίμενε αυτήν την αντίδραση. Του ήρθε απότομη κι αποστομωτική η στάση της. Κατάλαβε ότι έπρεπε να φύγει πριν χρειαστεί να τον διώξει, πριν γίνει φορτικός κι αρχίσει να λέει μαλακίες. Θα ξαναπροσπαθούσε με μία καλύτερη προσέγγιση. Έξυπνη, ετοιμόλογη και δυναμική, ήταν τα χαρακτηριστικά που δεν περίμενε να συναντήσει. Του κέντρισε το ενδιαφέρον η πρώτη γνωριμία, κατάλαβε πως έπρεπε να αλλάξει τη στάση του.
Οι παρέες τους, οι οποίες παρακολουθούσαν από απόσταση το σκηνικό, τους υποδέχτηκαν με αστεία σχόλια και πονηρές προθέσεις. Οι πλάκες σιγά-σιγά χόντραιναν κι οι δυο τους άρχισαν να αισθάνονται άβολα. Απ’ τη μία, η αντροπαρέα του τα έχωνε άγρια για τη χυλόπιτα που έφαγε κι απ’ την άλλη η γυναικοπαρέα την μπρίζωνε για τη συμπεριφορά της απέναντί του. Οι δύο τους πίστευαν πως αν συνέχιζαν λίγο ακόμα το παιχνιδάκι τους θα έριχναν τον άλλο στα σίγουρα. Μέγα λάθος που το είπαν.
Τους είχαν φέρει στο αμήν μετά απ’ το χλευασμό και την κοροϊδία. Λύγισαν και με απόλυτη εμπιστοσύνη στον εγωισμό τους προκάλεσαν την τύχη τους. Το ίδιο στοίχημα δηλώθηκε και στις δύο παρέες. Αν θα καταφέρει ο ένας να κάνει τον άλλο να τον ερωτευτεί. Από εκεί και πέρα δεν είχε πίσω, το δέχτηκαν χωρίς να φανταστούν τι τους περίμενε. Μόλις είχε ξεκινήσει ένα βάρβαρο παιχνίδι με μοναδικό στόχο να ρίξουν τα αντίπαλα τείχη και να καταλάβουν το κάστρο.
Τη σκυτάλη παίρνει η κοπέλα, η οποία πηγαίνει απευθείας στο μπαρ κι αρχίζει να τον καρφώνει με το βλέμμα της. Ο Νίκος το παίρνει είδηση, κορδώνεται και κατευθύνεται προς το μέρος της. «Τι λες για ένα δεύτερο ποτό; Το πρώτο τελείωσε γρήγορα», αφήνοντάς τον να παραγγείλει δύο ουίσκι αυτή τη φορά. Δε θα ξανάκανε το ίδιο λάθος.
– Κατερίνα.
– Το μετάνιωσες;
– Δε μου αρέσει να γίνομαι αγενής. Τουλάχιστον όχι απ’ την πρώτη στιγμή.
– Μη δικαιολογείσαι. Δεν αλλάζει η πρώτη εντύπωση.
– Προσπαθείς να με κάνεις να νιώσω άσχημα;
– Περιμένω να δω πόση ώρα θα σου πάρει να φύγεις.
– Σταμάτα να κλαίγεσαι. Πού είναι το κυρίαρχο αρσενικό, ο αρχιδάτος που μου την έπεσε πριν;
– Πίνει ένα ποτό μαζί με την κάργια που τον έδιωξε.
– Τελικά, ναι. Μέσα σε ένα λεπτό το μετάνιωσα.
«Καλά να περάσεις», της πέταξε καθώς εκείνη έφευγε για να γυρίσει στην παρέα της. Εκείνος με το χαμόγελο του νικητή ζωγραφισμένο στο πρόσωπό του φωνάζει τη σερβιτόρα, της λέει κάτι στο αυτί, πληρώνει, μαζεύει τα πράγματά του και φεύγει. Μετά από λίγο, η σερβιτόρα πηγαίνει στην Κατερίνα και της δίνει ένα χαρτί: «Ο αριθμός μου. Όταν ηρεμήσεις πάρε με ένα τηλέφωνο. Όντως χάρηκα. Νίκος».
Σιγά μην του τηλεφωνούσε. Σιγά μην του έδινε τη χαρά να παίξει το παιχνίδι του. Με το που έριξε τις άμυνές της, το εκμεταλλεύτηκε στο έπακρον. Δεν τις έριξε πραγματικά, αλλά έτσι του έδειξε. Το κατάλαβε, σκέφτηκε. Εκεί που νόμιζε ότι είχε το πάνω χέρι, στράβωσε η κατάσταση. Ίσως δεν είναι τόσο χαζός όσο νόμισε στην αρχή. Αλλά και πάλι δε θα του τηλεφωνούσε. Δεν ήθελε να ρίξει τον εγωισμό της.
«Καλησπέρα. Η Κατερίνα είμαι. Θέλω να βγούμε να μου δώσεις την ευκαιρία να σου ξεπληρώσω το κάργια», του είπε στο τηλέφωνο μία βδομάδα μετά. Κανόνισαν να πάνε για φαγητό σε ένα εστιατόριο της επιλογής της. Είχαν σχεδιάσει από πριν τι θα έλεγαν και πώς.
Φτάνει η ώρα του ραντεβού και περνάει. Ο Νίκος κάνει την εμφάνισή του δέκα λεπτά αργότερα, γιατί ήθελε να την αφήσει να περιμένει. Η Κατερίνα φτάνει είκοσι λεπτά αργότερα, χαρούμενη που τον έστησε, που την περίμενε εκεί τόση ώρα. Δεν είχε φύγει, κάτι έπρεπε να σημαίνει αυτό.
– Συγγνώμη, που άργησα.
– Δεν πειράζει κι εγώ πριν λίγο ήρθα.
Σιγά μην της έδινε την ευχαρίστηση. Η βραδιά μόλις είχε αρχίσει με τους δυο τους να είναι ήδη έτοιμοι να κοντραριστούν για ακόμη μία φορά. Λένε τα τυπικά, ενώ φτάνει η ώρα της παραγγελίας. Πριν προλάβει να μιλήσει η Κατερίνα, ο Νίκος παραγγέλνει και για τους δύο φαγητό και ποτό. Δεν της αφήνει καμία πρωτοβουλία. Ο ένας προσπαθούσε να εξημερώσει τον άλλο. Δύο άγρια θηρία έδιναν μάχη υπεροχής.
– Έχεις συνηθίσει να κάνεις ό,τι θέλεις, έτσι; Θέλεις να έχεις συνέχεια τον έλεγχο.
– Δε θα φερόμουν έτσι αν δεν έκανες το ίδιο.
– Γιατί είσαι τόσο ανασφαλής; Τι φοβάσαι;
– Ό,τι κι εσύ. Να μην εκτεθώ πρώτος. Απ’ την πρώτη στιγμή μιλάμε χωρίς να λέμε τίποτα. Παλεύουμε να κερδίσουμε το έδαφος που θα χάσει ο άλλος. Αυτό δεν είναι μία ανθρώπινη σχέση; Δύο συγκρουόμενες δυναμικές που μαθαίνουν να συνυπάρχουν.
– Όχι, δεν είναι αυτό. Οι κόντρες υπάρχουν στην αρχή μόνο για να ορίσουν τις δυναμικές μεταξύ τους. Μετά οι άνθρωποι μαθαίνουν να κάνουν πίσω, αποδεχόμενοι τα λάθη τους. Ειλικρινείς και μετανιωμένοι ψάχνουν αληθινά αισθήματα.
– Πριγκίπισσα, τον ιππότη τον θέλεις με άσπρο άλογο ή συμβιβάζεσαι και με άλλα χρώματα; Πες μου, πότε οι άνθρωποι κάνουν πίσω ανιδιοτελώς; Πότε αφήνουν στην άκρη τον εγωισμό τους;
– Όταν σταματούν να γνωρίζουν μαλάκες σαν και σένα, που τους νοιάζει μόνο ο εαυτός τους.
– Κατέβα απ’ το συννεφάκι σου να συνεννοηθούμε. Ακόμα και τώρα θα μπορούσες να κάνεις πίσω, να αλλάξουμε θέμα, όμως δε θέλεις. Είναι στη μέση ο εγωισμός, βλέπεις. Μη μου το παίζεις αλτρουίστρια.
– Δεύτερη φορά που μετανιώνω που σου μίλησα. Δεν αντέχεσαι.
Σηκώνεται και φεύγει, αφήνοντάς τον σύξυλο. Την έφτασε στα όριά της. Άρχισε να τρέχει μέσα στο δρόμο νευριασμένη. Έπρεπε κάπου να μιλήσει, να βγάλει από μέσα της όλα τα μπινελίκια που ήθελε να του ρίξει. Πήρε τηλέφωνο μία φίλη της. Φώναζε για τον μαλάκα, τον παλιοεγωιστή περίπου κάνα μισάωρο.
Μόλις τελείωσε, ήρθε η ώρα να ακούσει απ’ τη φίλη της: «Κατερίνα, την έχεις πατήσει άγρια μαζί του. Για να σε φτάσει σε αυτό το σημείο, σε καίει, κοπελιά».
Επιμέλεια Κειμένου Θάνου Αραμπατζή: Πωλίνα Πανέρη