Το παρόν κείμενο αποτελεί υποψηφιότητα για το διαγωνισμό διηγήματος με θέμα «Το πιο ερωτικό μου καλοκαίρι» που διοργανώνουν το pillowfights.gr και το travel agency 18-24.gr.

Γράφει η Ευαγγελία-Βάια Γαλλή.

 
«Κάθε ιστορία αγάπης έχει μια αρχή και ένα τέλος» λένε κάποιοι. Μα με τις ιστορίες εκείνες που ήταν τελειωμένες πριν καν αρχίσουν; Μ’ αυτές τι γίνεται; Ποιος τολμάει να μιλήσει γι’ αυτές; Όλοι έχουν κάτι να πουν για τις υπόλοιπες, αλλά για αυτές; Γι’ αυτές να μιλήσει ποιος και να πει τι;

Κάπως έτσι ήταν και η δική μας ιστορία. Ένα τέλος πριν καν δούμε την αρχή, πριν καν προλάβουμε να πούμε την αλήθεια μας ο ένας στον άλλον. Μια αλήθεια τόσο κοινή, αλλά και τόσο διαφορετική! Δεν ξέρω από πού αρχίζει το πράγμα, ίσως από εκείνη την αυγουστιάτικη νύχτα στο ιστορικό κέντρο της Αθήνας, ίσως δύο χρόνια πριν σε μια απρόσωπη αίθουσα φροντιστηρίου… ποτέ μου δεν κατάλαβα και ποτέ μου δε θα καταλάβω. Αλλά μπορώ να σου πω με σιγουριά ότι ακόμα θυμάμαι την πρώτη μέρα που σε γνώρισα. Που απλά μου έδωσες το χέρι σου και μου είπες το όνομά σου. Πού να φανταζόμουν τότε πόσο σημαντικό θα γινόταν εκείνο το όνομα για μένα! Αν το είχα καταλάβει αμέσως μπορεί και να ήταν όλα αλλιώς τώρα. Μπορεί και όχι όμως. Ποιος ξέρει;

Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. «Αρχή»; Ας τα πάρουμε από μία αφετηρία καλύτερα, διότι αρχή δεν υπήρξε και δε νομίζω να υπάρξει και ποτέ. Μου έστειλες και είπες ότι ήθελες να με δεις. Ήθελες να με δεις ευτυχισμένη γνωρίζοντας ότι είχα πετύχει το στόχο μου. Κι εγώ δέχτηκα, δέχτηκα αμέσως, χωρίς να ξέρω γιατί. Κι είχα τόσο άγχος, στο ορκίζομαι η καρδιά μου θα έσπαγε και δεν μπορούσα να καταλάβω το γιατί, απλά έτσι ένιωθα! Μου ζήτησες να είμαι μόνη μου, να είμαστε οι δυο μας… μόνο εγώ και εσύ! Κι έτσι έγινε… ήταν Αύγουστος, βράδυ Πέμπτης και είχα να σε δω δύο μήνες. 

Ούτε που κατάλαβα για πότε έφτασα στο Μοναστηράκι. Ήμουν νωρίτερα εκεί από τη λαχτάρα μου να σε δω. Καθώς σε περίμενα με χτυπούσε το απαλό αεράκι. Γύρω μου παρέες, ζευγάρια, παιδιά… ζούσαν ξένοιαστα τις τελευταίες μέρες του καλοκαιριού κάτω από το ολόφωτο φεγγάρι. Κι εγώ εκεί να περιμένω εσένα πλημμυρισμένη από τ’ αυγουστιάτικα αρώματα ώσπου φάνηκες!

Με αγκάλιασες σφιχτά, τόσο σφιχτά που με το ζόρι ανάσαινα. Αλλά μου άρεσε, αχ πόσο μου άρεσε, κι ας κόντευε να εκραγεί η καρδιά και το μυαλό μου. Με κοίταξες στα μάτια και μου πρότεινες να πάμε μια βόλτα. Προορισμός; Φυσικά το μέρος από όπου περνούσαμε πάντα εμείς οι δύο…η Πλάκα! Και πήγαμε και άρχισαν οι πρώτες μας αγκαλιές για εκείνο το βράδυ. Πού να φανταζόμουν ότι δε θα είχαν τελειωμό!

Με πήγες για μπίρες το θυμάσαι; Ναι ναι, εκεί στο μοναστηράκι στο τέλος της Ηφαίστου! Και μέσα σ’ όλα σε κοίταξα με τέτοια λαχτάρα να πεις το «ναι» και σου ζήτησα να περάσουμε αυτό το βράδυ μαζί, να μη χωριστούμε, να μη με αφήσεις πάλι να φύγω. Κι εσύ χωρίς να μιλήσεις, απλά σήκωσες το κινητό και ειδοποίησες ότι δε θα γυρίσεις σπίτι. Μπορεί να μη στο είπα ποτέ και δε θα το μάθεις και ποτέ, αλλά εκείνη τη στιγμή με έκανες ευτυχισμένη… πραγματικά ευτυχισμένη!

Κι εδώ αρχίζει η νύχτα μας… η μία και μοναδική μας νύχτα! Δε με άφησες στιγμή από την αγκαλιά σου, μια αγκαλιά που όμοιά της δε θα βρω ποτέ. Περπατήσαμε όλο το κέντρο της πόλης μαζί, αγκαλιασμένοι. Μοναστηράκι, Ακρόπολη, Σύνταγμα, Θησείο, Γκάζι. Και η μαγεία της θερινής Αθήνας, με τα χαμηλά φώτα και το δροσερό αεράκι γινόταν όλο και πιο έντονη όσο με κοιτούσες. Δε με άφησες λεπτό από τα χέρια σου, κι εγώ δεν άφησα λεπτό εσένα από τα μάτια μου.

Είπαμε πολλά, αλλά τι να τα κάνεις; Εγώ σ’ ένα μήνα θα έφευγα κι εσύ δεν μπορούσες να με ακολουθήσεις ούτε σωματικά, αλλά ούτε και ψυχικά. Δε θα το άντεχες είπες και με σκότωσες λέγοντάς το, κι ας μην στο έδειξα!

Και κάπου εκεί μας βρήκε το ξημέρωμα, σ’ ένα παγκάκι στο Γκάζι. Είχε έρθει η ώρα, η ώρα που θα σε αποχωριζόμουν. Περίεργη εκείνη η ώρα. Από τη μία ήμουν τόσο θλιμμένη που σε άφηνα αλλά από την άλλη ξεχείλιζα από χαρά. Χαρά, το πιστεύεις; Ήμουν χαρούμενη γιατί μου είχες κάνει το πιο όμορφο δώρο που μου έκαναν ποτέ. Μου χάρισες εσένα για μια νύχτα, μου χάρισες τον εαυτό σου, το μέσα σου, το είναι σου, μου άνοιξες την καρδιά σου και φεύγοντας πήρες μαζί και τη δική μου.

Εκείνο το πρωινό κοιμήθηκα πραγματικά ευτυχισμένη και η ευτυχία μου συνέχισε όταν ξύπνησα και είδα εκείνο το μήνυμα. Ένα απλό «πέρασα πολύ όμορφα μαζί σου», ένα μήνυμα που το έχεις στείλει και αλλού και που το έχω λάβει και από αλλού, αλλά στ’ ορκίζομαι κανένα παρόμοιο δεν μπορεί να συγκριθεί μ’ αυτό. 

Και κάπως έτσι, πριν καν αρχίσουν, όλα τελείωσαν. Ένα αυγουστιάτικο βράδυ μετατράπηκε στην πιο όμορφη νύχτα της μέχρι τώρα ζωής μου, κι ας ήταν μόνο λίγες ώρες. Λίγες ώρες μαζί σου, κάτω από το αυγουστιάτικο φεγγάρι της Αθήνας. Μετά από λίγο ο καθένας πήρε το δρόμο του, εγώ στην επαρχεία για σπουδές κι εσύ στην Αθήνα. 

Θέλω να είσαι ευτυχισμένος. Δεν ξέρω αν εγώ θα κατάφερνα να σε κάνω ευτυχισμένο, δεν ξέρω καν αν ήθελες πράγματι να προσπαθήσω να σε κάνω, αλλά δε με νοιάζει. Να ‘σαι καλά χαρά μου, γέλιο μου, ζωή μου, έρωτά μου. Να πηγαίνεις μόνο εκεί που σε κάνουν ευτυχισμένο. Και να θυμάσαι πάντα πως όπου κι αν δίνεσαι, όπου κι αν σκορπίζεσαι, κάπου υπάρχει ένας άνθρωπος που θέλει μόνο το καλό σου. Δεν ξέρω τι είναι αυτό που νιώθω, δεν ξέρω πώς κατάφερες να με κάνεις να νιώσω έτσι μέσα σε μία νύχτα, αλλά ξέρω ότι δεν το έχω νιώσει ποτέ ξανά. Πονάω πολύ, αλλά σ’ ευχαριστώ που με έκανες να νιώσω όλα αυτά. Να προσέχεις και να χαμογελάς. Πάντα να χαμογελάς για να παίρνω δύναμη να χαμογελώ κι εγώ.

«…κι όπως φέγγουν τα φώτα της πόλης, έτσι φέγγεις στα μάτια μου εσύ
κι όπως χάνεται τ’ όνειρο μόλις, μόλις ξυπνήσεις
έτσι χάνεσαι κάθε πρωί…»

 

Το παρόν κείμενο αποτελεί υποψηφιότητα για το διαγωνισμό διηγήματος με θέμα «Το πιο ερωτικό μου καλοκαίρι» που διοργανώνουν το pillowfights.gr και το travel agency 18-24.gr.

Ψήφισε με like+share την ερωτική ιστορία της Ευαγγελίας και χάρισέ της ένα ταξίδι για δύο, σε Σκιάθο, Σκόπελο ή Πάρο!