Σ’ ένα χωράφι με λάχανα φυτεύτηκαν δύο τεράστια λάχανα κι όλα τα υπόλοιπα λάχανα περίμεναν με λαχτάρα να τα δουν. «Σιγά τα λάχανα», είπε το πρώτο λάχανο που είδε πόσο τεράστια ήταν για ν’ αστειευτεί και τα δυο μεγάλα λάχανα γέλασαν με τ’ αστείο του. «Σιγά τα λάχανα», είπε και το δεύτερο λάχανο που τα συνάντησε, μα τα γουρλωμένα μάτια του, έδειχναν πόσο πολύ είχε εντυπωσιαστεί κι αυτό απ’ το μεγάλο μέγεθός τους. Κι έτσι, λοιπόν, τα τεράστια λάχανα, γέλασαν πάλι.

Το τρίτο λάχανο που είδε τα μεγάλα λάχανα, είπε κι αυτό «Σιγά τα λάχανα», μα τότε τα τεράστια λάχανα δε γέλασαν. Αντιθέτως, φουρκίστηκαν μαζί του και ξεκίνησαν να του λένε: «Αν μας περιμένατε πιο μεγάλα δε φταίμε εμείς» και να επιδίδονται σε άσκοπες διευκρινίσεις, του τύπου «Αυτά είμαστε κι αν σας αρέσουμε».

Σ’ αυτό το σημείο, λοιπόν, θα δούμε γιατί τα τεράστια λάχανα, κάποια στιγμή, πήραν προσωπικά το αστείο των άλλων λάχανων και θίχτηκαν, ενώ στην αρχή το δέχονταν και γελούσαν, μάλιστα, κι αυτά μαζί του. Με λίγα λόγια, θα προσπαθήσουμε να διαπιστώσουμε, γιατί μερικοί άνθρωποι ξεκινούν να θίγονται με πράγματα, που στο παρελθόν τα εκλάμβαναν ως αστεία και που δεν πειράζονταν απ’ αυτά.

Όταν κάποιος ξεκινά να προσβάλλεται με πράγματα που του λέμε και που δεν τον πείραζαν πρωτύτερα, ίσως να έχει χάσει την επίγνωση της αξίας του. Όταν, για παράδειγμα, έλεγαν στα μεγάλα λάχανα «σιγά τα λάχανα» κι αυτά γελούσαν, σημαίνει πως μέσα τους ήξεραν πόσο τεράστια ήταν και δεν τα ένοιαζε. Όταν, όμως, προσβλήθηκαν όταν τους έκαναν το ίδιο αστείο, ίσως ν’ άρχισαν ν’ αναρωτιούνται «μήπως έχουν δίκιο και δεν είμαστε και τόσο μεγάλα τελικά;». Ή, μπορεί να βρίσκονταν σε μια περίοδο που υποτιμήθηκαν από κάποιον και να μάχονταν να του αποδείξουν πόσο μεγάλα ήταν. Έτσι, το αστείο που τους έκαναν ύστερα απ’ την υποτίμηση που δέχθηκαν, ήταν σαν να επιβεβαίωνε την αμφισβήτησή του.

Αν κάποιος άνθρωπός μας θιχτεί μ’ ένα αστείο μας, που στο παρελθόν γελούσε μ’ αυτό, ίσως, να μην του άρεσε ποτέ πραγματικά κι απλώς ν’ αποφάσισε να δηλώσει αργοπορημένα τη δυσαρέσκειά του. Μπορεί, δηλαδή, να τον πείραζε πάντα κατά βάθος, αλλά να μην ήθελε να μας το πει, για να μη μας κακοκαρδίσει και για να μην ψυχράνει τη σχέση μας. Κι έτσι, φτάνει μια στιγμή που δεν μπορεί άλλο να κρύβει τη δυσαρέσκειά του και ξεσπά εναντίον μας, με τρόπο που μας φαίνεται ακατανόητος, καθώς ποτέ πριν δεν έδειχνε να προσβάλλεται απ’ τη συγκεκριμένη συμπεριφορά μας.

Τέλος, όταν κάποιος ξεκινά να θίγεται με το παραμικρό, μπορεί να έχει θυμό μέσα του και να θέλει κάπου να ξεσπάσει, μ’ αποτέλεσμα να καταλογίζει στα λόγια μας προσβλητική διάθεση, για να μας επιτεθεί. Πείθει, λοιπόν, και τον εαυτό του ακόμη, πως θέλουμε να τον προσβάλουμε και νιώθωντας πραγματικά θιγμένος πια, αρχίζει να υπερασπίζεται τον εαυτό του με τόσο σθένος, που είναι σαν να του έχουμε κάνει τη μεγαλύτερη προσβολή. Προκειμένου, μάλιστα, να μας αποδείξει πως εμείς είμαστε οι μοναδικοί φταίχτες απέναντί του, μπορεί να φτάσει στο σημείο ν’ ανασύρει απ’ τη μνήμη του ακόμη και πολύ παλιά περιστατικά που τον πείραξαν και να τ’ αραδιάζει ένα-ένα μπροστά μας.

Βλέπουμε, λοιπόν, πως όσα «Σιγά τα λάχανα» κι αν αράδιαζαν στα λάχανά μας δε θα τα πείραζαν, απ’ τη στιγμή που τα ίδια θα ένιωθαν καλά μέσα τους. Μα, η ίδια φράση μπορεί να τα έκανε πυρ και μανία, αν έστω κι ο παραμικρότερος καημός, τυραννούσε τα εσώψυχά τους.

Συντάκτης: Δημήτρια Κουρίδη
Επιμέλεια κειμένου: Μάιρα Τσιρίγκα