Ξεφυλλίζω το άλμπουμ με τις παλιές φωτογραφίες που μου αρέσει να χαζεύω πού και πού, νοσταλγώντας. Τους παλιούς, παραδοσιακούς φορείς αναμνήσεων που έχεις τη δυνατότητα να τους ακουμπήσεις, ν’ αφουγκραστείς τη μυρωδιά τους και να τους κρατήσεις στα χέρια σου.
Ύστερα ανοίγω τον υπολογιστή και συνεχίζω ν’ αναπολώ στιγμές και πρόσωπα που έχω κι εκεί αποθηκευμένα. Πιάνω το κινητό μου να στείλω ένα μήνυμα κι αντικρίζω ακόμη περισσότερες φωτογραφίες. Άλλα πρόσωπα, άλλα μέρη, πιο καινούριες. Παντού φωτογραφίες, παντού πρόσωπα. Διαφορετικές εποχές, διαφορετικά ωραίες, η καθεμιά μοναδική κι ανεπανάληπτη.
Έχουν αυτή τη δύναμη οι φωτογραφίες, όπου κι αν βρίσκονται να τις κοιτάς και να φεύγει το μυαλό σου, να ταξιδεύουν τον λογισμό σου, να κάνει ατελείωτες αναδρομές, να γυρίζει στο παρελθόν, ν’ αναβιώνει στιγμές. Μπορεί να τις κοιτάς, καθισμένος στον καναπέ, ακίνητος κι ο χορός στις εκφράσεις του προσώπου σου να δίνει και να παίρνει.
Να χαμογελάς τη μια στιγμή και την επόμενη να σκοτεινιάζεις, να συνοφρυώνεσαι κι ύστερα να απορείς μόνος σου. Να γελάς δυνατά ή να κλαις με λυγμούς. Κι όλο αυτό μονάχα από φωτογραφίες, ικανές να σου ξυπνήσουν τις πιο θαμμένες μνήμες, τα πιο ξεχασμένα συναισθήματα.
Κι όσο περισσότερο παρατηρείς, τόσο στέκεσαι στα πρόσωπα. Στο σχολείο με κάποια πρόσωπα, στην αποφοίτηση κάποια καινούρια, στη χαρά των φίλων σου με μερικά ίδια κι ακόμη άλλα, στα γενέθλια που έκλεισες τα είκοσι, το ίδιο.
Από τη μία τα πρόσωπα που βλέπεις και ξαναβλέπεις μπροστά σου, δίπλα σου, σταθερά κι αμετακίνητα, να μεγαλώνετε μαζί και να μοιράζεστε στιγμές. Η οικογένειά σου, οι φίλοι οι καρδιακοί, τ’ άτομα που αγαπάς.
Κι απ’ την άλλη άτομα που περνάνε και κάνουν μια στάση, –μεγάλη ή μικρή, όμως στα σίγουρα πρόσκαιρη– κι έπειτα φεύγουν. Βρέθηκαν σε όμορφες στιγμές σου και τώρα μένουν οι αποτυπώσεις τους να στα θυμίζουν. Να σου θυμίζουν ότι οι άνθρωποι έρχονται και φεύγουν. Ότι μερικοί άξιζαν κι άλλοι όχι, κι όσοι αξίζουν μένουν τελικά.
Γιατί κάποιους ανθρώπους είναι καλύτερο να τους κρατάμε στην καρδιά μας, αυτό δεν μπορεί να στο στερήσει κανείς προφανώς, αλλά να τους αφήνουμε έξω απ’ τη ζωή μας. Είναι αυτοί οι άνθρωποι που έφυγαν γιατί έπρεπε να φύγουν. Είτε δεν είχαν το θάρρος να μείνουν και δείλιασαν οπότε αποχώρησαν, είτε μας έβλαπταν κι έπρεπε να ξεφύγουμε από αυτούς προκειμένου να μπορέσουμε να συνεχίσουμε.
Αδιέξοδοι έρωτες, προδότες φίλοι, ψεύτικοι και τοξικοί άνθρωποι που συνειδητοποιήσαμε ότι δεν πρέπει να τους δίνουμε άλλο χώρο στη ζωή μας. Άνθρωποι που αγαπήσαμε, αλλά μας πλήγωσαν, που δε χάρηκαν με τη χαρά μας, που δε στάθηκαν ικανοί να μας αγαπήσουν όπως έπρεπε, που δε μας άφησαν να είμαστε ο εαυτός μας.
Που έπρεπε να σπάσουμε τους δεσμούς μας και να απελευθερωθούμε απ’ τα δεσμά τους για να ζήσουμε, όμως οι μνήμες που ζήσαμε ήταν έντονες για να διαγραφούν. Γιατί ακόμη κι αν πέρασαν κι έφυγαν, ακούμπησαν κι εμείς δε μείναμε ανέπαφοι. Έτσι τους αφήσαμε να φωλιάσουν σ’ ένα κομμάτι μέσα μας, βαθιά, στ’ όνομα των συναισθημάτων που βιώσαμε.
Κι αρκεστήκαμε με το ν’ αναβιώνουν όταν εμείς το επιθυμούμε και να μας υπενθυμίζουν ότι εκεί και μόνο εκεί μπορούν να βρίσκονται, θαμμένοι στα ενδότερα κι όχι στη ζωή μας.
Επιμέλεια Κειμένου Σταυρούλας Βιτετζάκη: Πωλίνα Πανέρη