Με την Φαίη γνωριζόμαστε από παιδιά.
Ο θεός έχει υπάρξει ιδιαίτερα γενναιόδωρος μαζί της, προσφέροντάς της απλόχερα ομορφιά, ευφυία, αιχμηρή αίσθηση του χιούμορ.
Ωστόσο την έχει προικίσει και με ένα μεγάλο ελάττωμα.
Είναι αθεράπευτα ανασφαλής.
Όσο τα χρόνια περνούσαν αυτή της η εμμονή, την οδηγούσε στο να επιλέγει τους πλέον ακατάλληλους συντρόφους, σε σημείο που πολλές φόρες αναρωτιόσουν, αν προσπαθούσε εσκεμμένα να τιμωρήσει τον εαυτό της.
Στις αρχές κάθε σχέσης, τα πράγματα κυλούσαν ήρεμα και ειδυλλιακά, πίστευε πως είχε βρεθεί πλέον ο κατάλληλος για αυτήν και ονειρευόταν ενθουσιασμένη, την κοινή τους ζωή.
Στην συνέχεια όμως, η λάμψη, γινόταν θαμπάδα, γινόταν ομίχλη, συννεφιά.
Στην προσπάθεια της, να κάνει ετσιθελικά τις αταίριαστες σχέσεις, να δουλέψουν σαν καλοκουρδισμένο ρολόι, ξεκινούσε να κάνει αλλαγές, με σκοπό να ταυτίσει τα θέλω του εκάστοτε αγαπημένου, με τα δικά της.
Αυτές οι μεταμορφώσεις, ήταν τόσο στην εξωτερική της εμφάνιση όσο και σε στοιχεία του χαρακτήρα της ώστε πολλές φορές δυσκολευόμουνα ακόμα και να την αναγνωρίσω.
Το χρώμα των μαλλιών της άλλαζε με την ταχύτητα του φωτός, το ίδιο τα μουσικά της γούστα και τα στέκια της.
Τις περισσότερες φορές, καταπίεζε την δική της γνώμη μόνο και μόνο για να δείξει ότι συμφωνεί, ενώ παράλληλα εμφανιζόταν συνεχώς διαθέσιμη για οποιαδήποτε τρελή ιδέα της παρουσίαζε εκείνος.
Το τελικό αποτέλεσμα, ήταν βέβαια άκρως προβλέψιμο.
Να τη θεωρούν ρομποτάκι, που μπορούν να κατευθύνουν αναλόγως των ορέξεών τους.
Από το σημείο αυτό και ύστερα, οι δεσμοί της οδηγούνταν με μαθηματική ακρίβεια στο κενό και η ίδια μη θέλοντας να αποδεχτεί το επικείμενο τέλος προσπαθούσε να φέρεται παραπάνω από φυσιολογικά, καταλήγοντας να φαντάζει αστεία.
Στο πικ της παραφροσύνης της, κατέληγε να επισκέπτεται μάγισσες και χαρτορίχτες, αυτοπαραμυθιαζόμενη πως αυτή είναι η ασπίδα σωτηρίας.
Αδιαφορία, προσβολές, τσακωμοί ακόμα και ολοφάνερες απιστίες άνηκαν στα προσεχώς, με την ίδια να εθελοτυφλεί και να υπομένει στωικά την κάθε δυσκολία καθώς προσπαθούσε με νύχια και με δόντια να κρατήσει ζωντανή μια σχέση, που ήδη είχε μπει σε μηχανική υποστήριξη.
Ακουμπισμένη στον τοίχο, με τις παλάμες στ’αυτιά της και μάτια κλειστά, προσπαθούσε σχεδόν με απόγνωση να κρατήσει μακριά, το μεγαλύτερο της φόβο. Τη μοναξιά.
Το κώμα όμως, δε μπορούσε παρά να διαρκέσει λίγες βδομάδες.
Το αποτέλεσμα, επαναλαμβανόμενο σε ένα σχεδόν βαρετό μοτίβο, περιελάμβανε επεισοδιακούς χωρισμούς και παθήματα, που ήταν καταδικασμένα να μη γίνουν μαθήματα.
Βρισκόταν τότε ξανά στο σημείο εκκίνησης, καταλήγοντας με έναν δεσμό ακόμη πιο δύσκολο από τον προηγούμενο.
Πριν από μερικές μέρες και ενώ βρίσκεται πάλι σε μια από αυτές τις περιπλοκές και αρρωστημένες σχέσεις, χτυπάει το κινητό μου καταμεσής της νύχτας.
Στην άλλη άκρη της γραμμής, η Φαίη που ανάμεσα σε λυγμους προσπαθούσε κάτι να μου πει.
«Γύρισα σπίτι και τον πέτυχα με άλλη» και συνεχίζει τον οδυρμό.
«Τι περιμένεις; Χώρισέ τον και φύγε» της απαντάω,
«Μα τότε θα μείνω μόνη μου», μου λέει με φυσικότητα.
«Μα είσαι ήδη μόνη σου ακόμα να το καταλάβεις;»
Η τελευταία ]φράση, μου βγήκε με τόση δύναμη, ικανή να σηκώσει ολόκληρο το οικοδομικό τετράγωνο, στο πόδι.
Είχα αρχίσει ασυναίσθητα να της φωνάζω, έχοντας βαθιά μέσα μου την ελπίδα ότι θα καταφέρω τελικά να την ξυπνήσω από τον λήθαργο που χρόνια τώρα ζούσε ηθελημένα.
Ακόμη και αν δεν τα κατάφερα εντελώς, ένα μικρό ταρακούνημα το πέτυχα.
«Έχεις δίκιο.», μουρμούρισε και πριν κλείσει το τηλέφωνο, πρόλαβα ν’ακούσω έναν αναστεναγμό λύτρωσης.