Αρχή και τέλος. Άσπρο και μαύρο. Απέραντος ενθουσιασμός κι ατελείωτη θλίψη. Κύκλος που ανοίγει και κλείνει και πάντα ακολουθεί την ίδια προκαθορισμένη διαδρομή, λες κι είμαστε διακοσμητικοί, λες και δεν μπορούμε να αλλάξουμε τίποτα, αλλά είμαστε καταδικασμένοι να το ζήσουμε.
Πάντα ο άνθρωπος κουβαλούσε κακές συνήθειες και πάντα –στον εαυτό του και στους άλλους– τις αγαπούσε πιο πολύ κι απ’ τις καλές. Μα πάντα έσκαγαν οι περισσότερες παρέα με την καψούρα.
Αποδιοργανώνεται ο άνθρωπος απ’ την πολλή χαρά κι ευτυχία το ίδιο όσο και στο μαράζι και τα σεκλέτια. Φοβάται, χάνεται, δεν ξέρει πώς να τα διαχειριστεί, ψάχνει συντροφιά και κάπως έτσι αρχίζει τις κακές –μα και λυτρωτικές– συνήθειες.
Τσιγάρα και φτηνό αλκόολ κι όσο μεγαλύτερος ο σεβντάς, τόσα τα πακέτα, τόσα και τα μπουκάλια. Χάνεις τον έλεγχο κα ψάχνεις να τον βρεις σε μια ψευδαίσθηση.
Τραβάς μια γερή τζούρα, κατεβάζεις ένα ποτήρι και βρίσκεις το κουράγιο να διεκδικήσεις τον άνθρωπο που τάραξε τις τακτοποιημένες σκέψεις σου και κατάφερε επιτέλους να αναστατώσει την πλήξη σου. Κι ύστερα αφού τον κάνεις δικό σου, μεθάς μαζί του, απ’ το χαμόγελό του, τη μυρωδιά του. Πίνεις και καπνίζεις, από χαρά αυτή τη φορά γιατί την καλύτερη μαστούρα στη χάρισε ο έρωτας.
Εθισμένοι είμαστε όλοι σε κάτι που παίρνει τον πόνο μας μακριά, που μας χαρίζει μια στιγμιαία έστω ευτυχία κι όταν ο εθισμός μας αυτός είναι ένα πρόσωπο, στη φυγή του ψάχνουμε αμέσως για άλλους εθισμούς να καλύψουν όπως-όπως το κενό του. Να χαθεί μες στον καπνό, να ζαλιστεί μες στο οινόπνευμα.
Ανάβουμε τσιγάρα με την επιθυμία να σβήσουμε αναμνήσεις, τραβάμε τζούρες δυνατές και φυσώντας τον καπνό κάνουμε στάχτη πόθους και προσδοκίες που αποδείχθηκαν ψεύτικες ή υπερεκτιμημένες, γεμίζουμε τασάκια με την ελπίδα να αδειάσουμε συναισθήματα.
Βαφτίζουμε τη θλίψη μας σε κολυμπήθρες αλκοόλ, σε φτηνά κουτάκια μπίρας και χύμα κρασί. Αναζητάμε μία πόρτα διαφυγής απ’ την πραγματικότητά μας. Μια άλλη οπτική, αφού η νηφαλιότητα φαντάζει αβάσταχτη.
Πίνουμε για να ξεχάσουμε μα τελικά καταλήγουμε να θυμόμαστε περισσότερα κι αν και πονάει, είναι γλυκός αυτός ο πόνος. Γυρίζει το δωμάτιο, γυρίζουν κι οι αναμνήσεις σου, από στιγμές όμορφες, από ένα πρόσφατο παρελθόν που τελικά δε θες να κάψεις.
Γουστάρουμε το δράμα, ψοφάμε γι’ αυτό. Πέφτουμε με τα μούτρα, πηδάμε από συναισθηματικούς ουρανοξύστες κι όταν φάμε τα γόνατά μας κι όταν ανοίξουμε πια μύτες απ’ τις πληγές, κρυφά κάπου μέσα μας γελάμε. Είναι η απόδειξη πως νιώθουμε ακόμα, πως έχουμε αποθέματα αγάπης μέσα μας, πως δε γίναμε ένα με το σωρό∙ άδειοι κι αρτιμελείς.
Σκορπάμε τα κομμάτια μας από ‘δω κι από ‘κει μέχρι να βρούμε κάπου να τα ακουμπήσουμε κι αν κάθε φορά μας γκρεμίζουνε ένα, θα το χτίσουμε ξανά απ’ την αρχή. Με κραιπάλες και ξενύχτια, ποτά και τσιγάρα.
Αναζητάμε την ευτυχία σε μεθυσμένες στιγμές, σε πιωμένα λόγια, σε ποτισμένα μηνύματα. Μα αν κάναμε νηφάλιοι όσα λέμε μεθυσμένοι, δε θα ‘χαμε λόγο για να πίνουμε, θα ήμασταν στα αλήθεια ευτυχισμένοι.
Ξεδιψάμε την κάψα μας με βότκα και σβήνουμε τους λεκέδες απ’ τις σκέψεις μας. Εκείνους που άφησαν οι άνθρωποι αυτοί που ήρθαν και χτύπησαν την πόρτα μας, τους ανοίξαμε με ένα επιφυλακτικό χαμόγελο και μόλις κέρδισαν την εμπιστοσύνη μας, μπήκαν με λερωμένα παπούτσια, ξάπλωσαν στο κρεβάτι μας με λάσπες, σπάσανε με άγαρμπες κινήσεις ό,τι εύθραυστο φυλάγαμε και φεύγοντας βρόντηξαν και την πόρτα πίσω τους. Κι εμείς μείναμε μόνοι με τους λεκέδες τους να ψάχνουμε τρόπο να τους καθαρίσουμε.
Όσο ερωτευόμαστε, θα πίνουμε και θα καπνίζουμε ώσπου να μη νιώθουμε πια για να μπορούμε να ξαναγεμίσουμε, από έρωτα αυτή τη φορά!