Το παρόν κείμενο αποτελεί υποψηφιότητα για το διαγωνισμό διηγήματος με θέμα «Το πιο ερωτικό μου καλοκαίρι» που διοργανώνουν το pillowfights.gr και το travel agency 18-24.gr.

Γράφει ο Γιάννης Βανδουλάκης.

Καλοκαίρι 2012, στην καρδιά του Ιούλη. Έβραζε ο τόπος, τέσσερις το μεσημέρι, στο δυαράκι του, έτοιμος για ένα μαραθώνιο διαβάσματος. Χτύπησε το κινητό του, το κοίταξε, το κατέβασε ξανά και το έβαλε στο αθόρυβο. Δεν είχε καμία όρεξη να ακούσει την παρέα του να φωνάζει «Πάρος Baaaby». Η οθόνη εξακολούθησε να αναβοσβήνει με το όνομα του φίλου του, μα αυτός επέστρεψε ξανά στη «Θεωρία των Πιθανοτήτων». Όμως δεν υπήρχε καμία πιθανότητα να συγκεντρωθεί. Το προσπάθησε γενναία, ωστόσο μετά από τρία λεπτά έκλεινε βιβλίο και σημειώσεις. Θα προσπαθούσε ξανά όταν θα είχε λιγότερη ζέστη.

Τον Οκτώβρη ας πούμε.

Μετά από τη φιλότιμη προσπάθεια που έκανε, αντάμειψε τον εαυτό του με ημερήσιο ρεπό. Ήπιε καφέ, γρατζούνισε την κιθάρα του, στις οχτώ είχε ήδη βαρεθεί και στις οκτώμισι βρισκόταν έξω από το σινεμά του Δημοτικού Κήπου. Δεν ήταν ο μόνος που είχε σκεφτεί το θερινό σινεμά σήμερα. Αντί για ένα ταμείο που είχαν συνήθως, σήμερα είχαν δύο, μπροστά από τα οποία είχαν σχηματιστεί δύο ανθρώπινες ουρές. Έκανε κι αυτός βήματα μπροστά. Χωρίς ανυπομονησία, χωρίς ενόχληση για την αναμονή. Ραστώνη.

Παρατηρούσε τον κόσμο που περίμενε μαζί του. Μπορούσε να συμπεράνει πολλά για όλους αυτούς. Ας πούμε το παρεάκι μπροστά του μιλούσε για σκηνοθέτες, κι αυτός είχε μάθει πια πως δεν ταιριάζει με ανθρώπους που μιλάνε για σκηνοθέτες τόσο έντονα. Τα ζευγαράκια ήταν αγαπησιάρικα, ο άντρας είχε το χέρι του περασμένο από το λαιμό της κοπέλας ή είχε μπλεγμένα τα δάχτυλά του στα δικά της. Άκουσε τα κορίτσια τους να γελούν, από αυτά τα εντελώς προσωπικά αστεία που της λες ψιθυριστά ώστε να μην τα ακούσει κανείς, για να γελάσει όμως αυτή δυνατά και να σας ακούσει όλος ο κόσμος.

Και τότε την είδε. Πώς δεν την είδε νωρίτερα; Καθόταν στη διπλανή ουρά, λίγο πιο μπροστά από αυτόν, διαβάζοντας τα «προσεχώς». Φορούσε ένα μακρύ, αέρινο μα πρόχειρο φόρεμα, σαν αυτά που μία άλλη θα φορούσε για να πάει στην παραλία, και σανδάλια. Ανοιχτά καστανά μαλλιά, ξανοιγμένα ήδη από τον ήλιο, πεσμένα στους ώμ… όχι όχι, τώρα έβαλε το φυλλάδιο του σινεμά ανάμεσα στα δόντια της, σήκωσε τα μαλλιά της, τα έπιασε σε ένα κότσο, και τα στερέωσε με κάτι που θα μπορούσε να έχει βρει κάτω. Στιλό ήταν; Ξύλο; Έβγαλε το φυλλάδιο από τα δόντια της, βάλθηκε να το ξεφυλλίζει ξανά, αλλά το βαρέθηκε, κι έμεινε κι αυτή να περιμένει νωχελικά, κάνοντας αέρα με το δαγκωμένο της φυλλάδιο, παρατηρώντας κι αυτή τον κόσμο γύρω της.

Την κοιτούσε και προσπαθούσε να καταλάβει τι ήταν ακριβώς αυτό που του άρεσε. Την κοιτούσε απορροφημένος και σχεδόν δεν κατάλαβε ότι το κεφάλι της είχε γυρίσει και τον κοιτούσε κι αυτή. Fuck, σκέφτηκε, fuck fuck, και έστρεψε κάτω το βλέμμα του, τσιτώθηκε όλο του το σώμα, άρχισε να διαβάζει κι αυτός το δικό του φυλλάδιο, βρίζοντας την γυμνασιακή του αντίδραση. Αν μη τι άλλο, έχει ανταποκριθεί σε πολύ πιο απαιτητικές περιστάσεις! Σήκωσε το χέρι του, τρίβοντας χαλαρά τα γένια του, τα μάτια του έτρεχαν από γραμμή σε γραμμή στο φυλλάδιο κι όμως δε διάβαζε τίποτα. Κι η ουρά στο ταμείο προχωρούσε.

Κοίταξε ευθεία μπροστά, δήθεν για να δει αν η ουρά προχωράει, και με την άκρη του ματιού του την έπιασε να έχει γυρίσει κι αυτή μπροστά της. Όχι θα καθόταν να σε κοιτάζει σαν χάνος, όπως εσύ, μαλάκα. Της έριξε ένα ακόμα επιδοκιμαστικό βλέμμα όπως την έβλεπε από πίσω.

Εκείνη μπήκε πρώτη, ανίδεη για τις σκέψεις που έκανε ο άντρας που άφησε πίσω της. Όταν μπήκε εκείνος, από τα δύο διαζώματα επέλεξε να κάτσει στο αριστερό που κάθισε κι εκείνη, αλλά σε στρατηγική απόσταση. Τρεις σειρές πίσω της και δεξιά της. Έτσι θα την κοίταζε ανενόχλητος.

Κατά τη διάρκεια της ταινίας μπορούσε να δει το προφίλ της να φωτίζεται από την οθόνη. Την έβλεπε να γέρνει το κεφάλι της αριστερά στις ωραίες σκηνές. Άραγε ξέρει αυτή τη συνήθειά της κανείς άλλος; Άραγε η ίδια, ξέρει ότι το κάνει; Κι αυτή, λες κι ένιωθε ότι κάποιος την κοιτούσε, έφερνε το χέρι της στο σβέρκο, σαν χάδι, κι αμέσως μετά έστριβε το κεφάλι πίσω τάχα για να ξεπιαστεί, να δει αν η διαίσθησή της έπεφτε μέσα. Κι ήξερε ότι ήταν αυτός, ο μουσάτος, μα δεν τον είχε εντοπίσει ακόμα μέσα στο χώρο. Από την άλλη, εκείνος ήξερε ότι όταν ακουμπήσει το χέρι στο λαιμό της θα γυρίσει να κοιτάξει κι έτσι κάθε φορά κοιτούσε απορροφημένος την οθόνη.

Διάλειμμα. Φώτα. Χαλαρωτική μουσική. Άνθρωποι οδεύουν προς το κυλικείο, άλλοι κάθονται και συζητούν, το ένα ζευγάρι ακόμα φιλιέται από την αρχή της ταινίας. Εκείνη γυρίζει βιαστικά το κεφάλι, ίσα ίσα για να εντοπίσει τη θέση που καθόταν. Αυτός σηκώνεται πρώτος, πάει να πάρει μία μπίρα, κι όσο περιμένει στρίβει τσιγάρο. Μόλις φτάνει η σειρά του κι ενώ πάει να παραγγείλει, ένας ώμος τον ακουμπάει από δεξιά, σαν να έπεσε ένα ελαφρύ σώμα πάνω του από βιασύνη. Μία φωνή ρωτάει τι μπίρες έχει το μαγαζί. Ο υπάλληλος κοίταξε αγχωμένος μία αυτόν και μία εκείνη. Σίγουρα πρώτη φορά συναντάει τέτοια αναρχία στο θερινό σινεμά, να μην τηρείται η σειρά προτεραιότητας. «Μα ο κύριος ήταν πρώτος, νομίζω είναι η σειρά του» είπε ο υπάλληλος, εξασκώντας την ευγένεια που απαιτεί η θέση του.

Η κοπέλα ακούμπησε τους αγκώνες της στο μπαρ, ένωσε τις παλάμες της μπλέκοντας τα δάχτυλά της, χαμογέλασε στον άντρα δίπλα της και είπε ότι δεν έχει πρόβλημα να περιμένει. Αυτός με τη σειρά του ζήτησε δύο μπίρες. Της έδωσε τη μία και της είπε «Κι αν αυτή δε σου φτάσει, πάμε στο μπαράκι εδώ πιο κάτω να πιούμε κι άλλη». Με χαμόγελο, με μισόκλειστα μάτια, με αυτό που θεωρούσε εκείνη τη στιγμή ότι τον κάνει γοητευτικό στα μάτια της.

Με χαμόγελο, με μισόκλειστα μάτια, με αυτό που θεωρούσε εκείνη τη στιγμή ότι την κάνει γοητευτική στα μάτια του, του απάντησε. «Αν είναι να έρθω μαζί σου στο μπαρ και να κάθεσαι πίσω μου για να με κοιτάς, καλύτερα εδώ». Αμέσως μετά ήπιε μία γουλιά, σήκωσε το μπουκάλι στον αέρα εννοώντας «στην υγειά σου», «ευχαριστώ», «τη δροσιά της να ‘χεις», ή κάτι τέτοιο, κι έφυγε αφήνοντάς τον αποσβολωμένο με την μπίρα στο χέρι και χαμόγελο που – παραδόξως – έγινε εντονότερο. Μπορεί να τον γείωσε, όμως ήταν ακόμα στο σινεμά, μπορούσε να το γυρίσει το πράγμα.

Ξανάρχισε η ταινία όμως κανείς από τους δύο τους δεν την έβλεπε πια. Κοιτούσαν, αλλά δεν έβλεπαν. Ήταν ανήσυχοι. Αυτός πιο άνετος, κοιτούσε την κοπέλα όποτε ήθελε. Αυτή όμως έπρεπε να γυρίζει το κεφάλι της και προσπαθούσε να είναι εγκρατής μα δεν τα κατάφερνε και κάθε τόσο έστρεφε το λαιμό της «για να ξεπιαστεί». Αλλά δεν τράβηξε πολύ το θέατρο, μετά από λίγο γύριζε και τον κάρφωνε κανονικά, κι αυτός το ίδιο. Παρέμενε πιο άνετος κι αυτό τη νευρίαζε. Σηκώθηκε, περπάτησε σκυφτή και τα βήματά της ακούγονταν στα χαλίκια του σινεμά. Περνώντας από δίπλα του γονάτισε και πλησίασε το πρόσωπό της στο δικό του.

«Χάλια η μπίρα σου» του είπε.

Κι έφυγε.

Τι ήταν αυτό τώρα; Δεν περίμενε τέτοια εξέλιξη, δεν καταλάβαινε τι του γινόταν. Άκουσε ξανά τα βήματά της στα χαλίκια. Την μπίρα της να πέφτει στον κάδο. Την περιστρεφόμενη πόρτα να τρίζει. Γύρισε να τη δει κι ίσα που την πρόλαβε. Είχε φύγει. Μα τι έπαθε τώρα αυτή; Νευρίασε; Μήπως τον ψάρωνε; Αποφάσισε γρήγορα. Σηκώθηκε, κίνησε προς την έξοδο. Μεγάλα βήματα, βιαστικά, συνοδευόμενα από εκνευρισμένα «Σσσσστ» στα οποία δεν έδωσε καμία σημασία. Έσπρωξε την πόρτα και βγήκε έξω.

Την είδε να περιμένει απ’ έξω. Την είδε να τον περιμένει απ’ έξω.

Πω ρε φίλε τι ήττα ήταν αυτή; Πώς ψάρωσες έτσι αγόρι μου;

«Πάμε;» τον ρώτησε, χαμογελώντας ωραία ως νικήτρια, κάνοντας βήματα προς τα πίσω χωρίς να τον αφήνει από τα μάτια της.

«Σταμάτα», της είπε κι αυτή σταμάτησε, απορημένη.

Την πλησίασε και πριν προλάβει εκείνη να αντιδράσει, τύλιξε τα χέρια του στη μέση της, όπως θα έκανε τα ξημερώματα που θα γυρνούσαν μεθυσμένοι. Κόλλησε το στόμα του πάνω στο δικό της και της μίλησε, όπως της μιλούσε ενώ έκαναν έρωτα στο camping μία εβδομάδα μετά.

«Ωραία είσαι», της είπε. Τα χείλη τους κινήθηκαν μαζί, σε ένα σαρωτικό φιλί που θα έδιναν ξανά και ξανά, όπως στη συναυλία του Παυλίδη, που το ελεύθερο χέρι της πάγωνε από το μπουκάλι της μπίρας που κρατούσε.

Έμεινε να την κρατάει κολλημένη στο σώμα του, σαν τις φορές που θα την αγκάλιαζε μέσα στη θάλασσα, με τα πόδια της να τυλίγονται στη μέση του. Την άφησε να πατήσει στο έδαφος ξανά, μα ένιωθε ασταθής και μουδιασμένη. Έσυρε τα δάχτυλά της στους κροτάφους του, ανάμεσα από τα μαλλιά του, όπως θα έκανε τις ζεστές νύχτες που δεν τον έπαιρνε ο ύπνος. Κι αυτός πήρε μία μπούκλα που είχε λύσει από τον κότσο της και την έστριψε με το δάχτυλό του, σαν τις φορές που ήθελε να την καλοπιάσει για να μοιραστεί το παγωτό της. Χαμογελούσαν κι οι δύο.

«Πάμε».

Καλοκαίρι 2016, στην καρδιά του Ιούλη. Βράζει ο τόπος, 4 το μεσημέρι, στο δυαράκι τους.

Το παρόν κείμενο αποτελεί υποψηφιότητα για το διαγωνισμό διηγήματος με θέμα «Το πιο ερωτικό μου καλοκαίρι» που διοργανώνουν το pillowfights.gr και το travel agency 18-24.gr.

Ψήφισε με like+share την ερωτική ιστορία του Γιάννη και χάρισέ του ένα ταξίδι για δύο, σε Σκιάθο, Σκόπελο ή Πάρο!