Στεκόμαστε στον κόσμο μόνοι και πιασμένοι απ’ τα χέρια. Βλέπουμε κάθε βράδυ πώς καίγεται, κι εκεί που λέω πως τίποτα δε θα τον φέρει πίσω, οι λέξεις που λες, όσες θυμάμαι κι όσες κάνω ότι ξεχνάω, βροχή στο πρόσωπό μου. Σβήνει τη φωτιά, τη δίψα και τις γραμμές στον χάρτη αλλά όχι εσένα.

Μουντζούρες σε χαρτί με χρώματα και σημειωμένες πόλεις και σταθμούς έγινε πια ο ορίζοντας. Σημειώσεις που κανείς δε διαβάζει για προορισμούς. Δε φτάνω ποτέ, αλλά έχω τρέξει μέχρι που μάτωσαν οι πνεύμονες και κόπηκε η ανάσα. Ήθελα μόνο να σου πω ότι όσο μακριά κι αν πήγα, η εξορία ήταν μέσα μου κι ακόμα ψάχνω τη γωνιά που θα γεράσω. Πρόλαβες, όμως, και μου τα είπες όλα. Όσα ήθελα να ακούσω, όσα ήθελες κι εσύ να πλάσει η φωνή σου, όσα ευχήθηκες να σου ‘χαν πει οι άλλοι. Κι έγινα πάλι νέα. Ανάσανα μέσα από υγιή πνευμόνια και στην πρώτη μου εκπνοή σε φίλησα, να μην πεις άλλα.

Δε σταμάτησες, όμως. Αγόρευες για ανεπανόρθωτα πάθη, για κορμιά που όλο ζητάνε και παίρνουν, για αγάπες που ξέρουν τη νύχτα και θα αντέξουν και τη μέρα, κι εγώ όλο λουζόμουν με λόγια και τους ήχους τους. Κλείδωσαν στο μυαλό μου σαν παραβιασμένη κλειδαριά. Κάθε κλειδί, κάθε λέξη, ταίριαζε. Τα θυμάμαι, τα τραγουδάω και στον εαυτό μου, τα παίρνω μαζί μου με παρέες και μοναξιές. Φωτίζουν τα γράμματα μπροστά στα μάτια μου, κι εσύ το ξέρεις, γιατί ζεις εκεί που πάντα έχω ξεκλείδωτα.

Ρητορεύεις με λόγια πολλά και πράξεις που δε μετράω, αφού δεν υπάρχουν, κι εγώ θυμάμαι, γιατί θέλω να ξεχάσω πώς θα ήταν όσα δεν έγιναν. Ποτέ δε θα καταλάβω γιατί τα συγκράτησα όλα. Ποτέ δε θα καταλάβεις γιατί όλα αυτά δεν είναι η ουσία. Είναι όλα κι εγώ ήθελα ένα: Εσένα.

Τελικά, σαν σωστός ηττημένος, εσύ τα πήρες όλα, γιατί εγώ στα έδωσα. Σε σύνδεση μαζί σου σαν σκιά έπαιρνα απαντήσεις και σε αυτά που δε ρώτησα, κι έφευγα όλο και πιο μακριά. Μακριά από ‘σένα και κοντά σε όσα ακόμα ήθελα να μου πεις. Μακριά από ‘μένα κι από όσα ήθελα να γίνω, αν δε θα έλεγες τίποτα.

Τα χέρια σπάγανε, τα κορμιά χώριζαν, τα κεφάλια γυρνούσαν απ’ την άλλη, κι εγώ δεν είχα πού να ζήσω. Κανένας τόπος δε σε χωράει, όταν η πατρίδα σου είναι εκείνος ο ένας. Καμία εξορία δε σε θέλει περισσότερο, όσο αυτή που περνάς για βόλτα στην ψυχή του. Εσύ ήξερες πού κοιμόσουν και δε λογάριαζες πού θα ξυπνήσεις. Είχες το σπίτι που σου έφτιαξε η μνήμη μου. Όσο θυμόμουν τα πάντα, τόσο είχες στέγη πάντα.

Έλεγες και ξαναέλεγες ότι δε θα ζω στον δρόμο, αν σε αφήσω να με πείσεις. Αν αφήσω όλα σου τα λόγια να κάνουν ό,τι κάνουν όσοι καίνε. Έλεγες κι είπες πολλά κι εγώ, που θυμάμαι, δεν είπα ούτε σε ‘μένα αυτό που ξέραμε κι οι δυο. Αυτό που βλέπουν οι άλλοι όταν σε παινεύουν για το πού ζεις, όταν με σκέφτονται διπλά για το πού δε ζω εγώ.

Ότι όσα λόγια και να βγαίνουν έξω, εγώ ζω μέσα σου.

 

Συντάκτης: Πέπη Νάκη
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη