Μέθυσες γιατί σου λείπω και δεν το αντέχεις ή, μήπως, θαρρείς πως σου ‘λειψα γιατί μέθυσες; «Συγγνώμη» έλεγε το μήνυμα που μου έστειλες στις 4 τα χαράματα. «Μου λείπεις.» Μα εγώ σε είχα ήδη συγχωρήσει και δε μου έλειπες πια.
Ούτε σε ‘σένα ξέρω αν έλειπα πραγματικά. Ήταν αργά κι είχες βγει με φίλους. Ήσουν μεθυσμένος, σε ξέρω πια καλά. Αυτό που δεν ξέρω είναι αν το ξημέρωμα θα θυμάσαι το μήνυμα που έστειλες. Κι αν το θυμάσαι, δεν ξέρω αν θα νιώθεις ακόμα πως σου λείπω.
Ακόμα κι αν το νιώθεις, τι περιμένεις να κάνω; Αναρωτιέμαι γιατί το κάνεις αυτό, γιατί το κάνεις σε ‘μένα αλλά και στον ίδιο σου τον εαυτό. Στέλνεις χαλαρά ένα μήνυμα χωρίς να το πολυσκεφτείς και δεν τρέχει τίποτα. Γιατί να απαντήσω; Αν όλες τις υπόλοιπες μέρες δε σου λείπω, γιατί να ‘μαι εκεί όταν το αλκοόλ σε πείθει γι’ αυτό; Δε θα σου κάνω τη χάρη να ικανοποιήσω τον εγωισμό σου λέγοντας ότι και ‘μένα μου λείπεις. Δε θα αναλωθώ άλλο στο παρελθόν.
Όταν δένεσαι αληθινά, δυνατά, έχεις πολλά να χάσεις, όταν το δέσιμο σπάσει. Κι εγώ ρίσκαρα, και τα ‘χασα όλα. Τα χάσαμε όλα, γι’ αυτό και δε φοβάμαι, πια. Δεν έχω τίποτα άλλο να χάσω.
Δε στο κρύβω, στο πίσω μέρος του μυαλού μου για ώρες θα τριγυρνά το μήνυμά σου, ακόμη κι αν είπα πως δε θα του δώσω μεγαλύτερη αξία. Δεν υπάρχει, όμως, κανένα απολύτως νόημα στο να γυρνάμε στα παλιά. Αλήθεια, το πιστεύω, όμως δεν παύω ν’ αναρωτιέμαι: Σκεφτόσουν εμένα όταν δεν μπορούσες καλά-καλά να θυμηθείς το όνομά σου απ’ τη μέθη;
Μπορεί, όντως, να σου λείπω, τελικά. Μπορεί, απλά, να φοβάσαι πως σε ‘μένα μπορεί να μη λείπεις. Μπορεί και τίποτα απ’ όλα αυτά. Ό,τι κι αν νιώθεις, ό,τι κι αν νιώθω, δεν αρκεί. Μπορεί η φλόγα να σιγοτρέμει ακόμη, όμως άλλα ήταν αυτά που έφεραν το τέλος, κι αυτά είναι ακόμη ζωντανά -όσο κι αν επιλέγουμε να τα αγνοούμε.
Ναι, ήταν οδυνηρό, κι ακόμη είναι. Ήταν, όμως, κι όταν έφυγες. Και τα κατάφερα. Τώρα, λοιπόν, δραττόμενη της ευκαιρίας που εσύ μου χάρισες, θα προχωρήσω χωρίς εσένα. Θα ζήσω για ‘μένα, κι αν κάποιος βρεθεί στον δρόμο μου, τότε θα ‘ναι σίγουρα κάποιος που δε θα χρειάζεται αλκοόλ κι απόσταση για να του λείπω.
Ένας χαμός στο κεφάλι μου. Όλα γυρνούν και προσπαθούν να βρουν μια τάξη, μα δεν είναι εύκολο. Χαμογέλασα όταν είδα το όνομά σου και πάλι στα εισερχόμενα, δε θα σου πω ψέματα. Προβληματίστηκα, όμως, ταυτόχρονα. Γιατί αυτό το μήνυμα τώρα κι όχι πριν; Γιατί να ‘μαστε χώρια για να νιώσεις πως με θες; Και τότε κατάλαβα. Μόνο όσο θα ήσουν μακριά θα σου έλειπα. Μόνο όταν θα με έχανες θα με ήθελες κοντά σου.
Κι όλο και πιο έντονα ξεδιπλώνεται η λύση μπροστά στα μάτια μου. Αν όντως το εννοούσες κι αν ακόμη το νιώθεις, τότε θα το ξαναπείς. Όχι τα ξημερώματα κι ούτε υπό την επήρεια αλκοόλ. Δε θα σου απαντήσω. Όχι για ‘σένα αλλά για ‘μένα. Δε θα μπω στον κόπο να κολλήσω θρύψαλα από ένα γυαλί που έσπασε.
Μέθυσες γιατί σου λείπω ή σου ‘λειψα γιατί μέθυσες; Όποια κι αν είναι η απάντηση, δεν έχει σημασία πια, γιατί δεν ολοκληρώνεται το puzzle μας με φθαρμένα κομμάτια του παρελθόντος.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη