Η μαγεία της νύχτας είναι αδιαμφισβήτητη κι αντίστοιχα βρες μου κάτι μαγικό που να μην είναι παράλληλα και σκοτεινό. Όλα είναι πιο έντονα εκείνες τις ήσυχες ώρες, που στην πραγματικότητα κάθε άλλο παρά ήσυχες δεν είναι, φλύαρες κι επίμονες σιωπές που παίζουν κρυφτό με κάτι αντάρτες φωνές.
Τα γέλια, τα αγγίγματα, οι αναμνήσεις, όλα πιο έντονα στο σκοτάδι. Όλα ακούγονται και βιώνονται πιο δυνατά όταν δεν τα στολίζει κανένα φως. Κι οι σκέψεις ωμές κι αληθινές, ίσως λιγάκι πιο δραματικές στην προσπάθειά τους να κερδίσουν την προσοχή που απέτυχαν να σου τραβήξουν μέσα στη μέρα.
Η νύχτα έχει αυτή τη μαζοχιστική τάση πιο έντονα ανεπτυγμένη από οτιδήποτε άλλο. Μετρά κι εστιάζει πάντα σε όσα δεν είναι εδώ κι ας είναι περισσότερα και καλύτερα όσα ήρθαν ή όσα έμειναν. Καταγράφει απουσίες κι ας έχει παρουσίες εντονότερες. Αχάριστη και κακομαθημένη, τα θέλει όλα δικά της, κυρίως όσα δεν μπορεί να έχει. Εγωίστρια και πεισματάρα για όσους δεν τη διάλεξαν.
Και πάντα όταν ο ήλιος ανταλλάξει τη θέση του με το φεγγάρι, το σκοτάδι παίρνει ύπουλα την εκδίκησή του για όλες εκείνες τις στιγμές που γέλασες μέσα στη μέρα. Είναι η τιμωρία σου για όλες τις σκέψεις που προσπάθησες εντέχνως να αποφύγεις και κάπως πίστεψες πως τα κατάφερες μέχρι να σκοτεινιάσει και να γίνεις και πάλι ευάλωτος κι αδύναμος και πόσο εύθραυστος, αλήθεια.
Θα της παραδοθείς και θα θυμηθείς όλα όσα νόμιζες πως έχεις ξεχάσει, όσο ξεγελούσες τη σκέψη σου με χίλια δυο άλλα πράγματα και πίστευες πως περνάει το δικό σου, όμως μυαλό και καρδιά συνεργάζονται πάντα μυστικά για να σε ανακρίνουν τις πολύ πρωινές ώρες.
Είναι κι αυτή η ησυχία της που κάνει στα αλήθεια τόσο θόρυβο. Μπορείς να ακούσεις τις σκέψεις να ουρλιάζουν, τους φόβους, τα απωθημένα, κάτι ανείπωτες συγγνώμες και κάτι βαθιά θαμμένα «μου λείπεις». Όλα αυτά που έβαζες σε σίγαση στο δρόμο, στο γραφείο ή στο λεωφορείο, όσο έπινες ένα καφέ με φίλους ή φλέρταρες με μια μπίρα στο χέρι.
Όταν τα φώτα της πόλης σβήσουν κι οι φλύαρες φωνές σιγάσουν, ο διακόπτης της λήθης ενεργοποιείται μαγικά κι αυτόματα. Κι εσύ θα κάνεις τα πάντα για να αισθανθεί όμορφα. Θα την ντύσεις με μουσική και θα επιχειρήσεις να την υπνωτίσεις με ένα ποτό και λίγο καπνό. Θα της φερθείς φιλόξενα με την ελπίδα πως απόψε δε θα σε πληγώσει τόσο.
Θα ζητήσεις παρηγοριά στον Μορφέα στην τελευταία σου προσπάθεια να την αποφύγεις, όμως δε θα σου κάνει τη χάρη. Οι αϋπνίες είναι ο πιο ισχυρός σύμμαχός της. Κι αφού στριφογυρίσεις μάταια σε κάθε γωνιά του κρεβατιού, θα σηκώσεις τα χέρια ψηλά και θα σταθείς θεατής στο έργο της. Κανείς δεν κατάφερε ποτέ να την ξεγελάσει.
Στη μεγάλη οθόνη του μυαλού σου θα προβάλλονται εικόνες ασπρόμαυρες από ένα –κοντινό ή όχι και τόσο– παρελθόν. Όσα χάθηκαν, όσα δεν είναι πια εδώ. Γέλια, χαμόγελα, φωνές κι ένα ζευγάρι μάτια, εκείνο που έπαψε πια να σε κοιτά. Τι να κάνει; Πού να είναι; Άραγε κάτι τέτοιες ώρες σεργιανίζει η αφεντιά σου στις σκέψεις του;
Θα φλερτάρεις με το κινητό στο χέρι, θα πληκτρολογήσεις βιαστικά τον αριθμό, σαν να το ‘χεις αποφασίσει από καιρό, όμως δε θα μάθεις ούτε σήμερα. Είναι αργά, ίσως κοιμάται, πόση απελπισία κι απόγνωση θα δείξει μια τέτοια πράξη; Όχι, είσαι καλά, έτσι πρέπει να ξέρει. Όλοι αυτό πρέπει να πιστεύουν.
Ίσως το χάραμα κι η χαρακιά να μη μοιράζονται τυχαία τα τέσσερα πρώτα γράμματά τους. Αναστενάζεις, έχει σχεδόν ξημερώσει, ο μαύρος εφιάλτης σου υποχώρησε. Κάτι ψίθυροι, κουδουνίσματα ξυπνητηριών κι οχήματα του δήμου έσπασαν τη σιωπή σου.
Χάραξε κι εσύ είσαι ακόμα εδώ, τα κατάφερες άλλη μια νύχτα! Κλείσε τώρα τις κουρτίνες, πρέπει να ξεκουραστείς! Ίσως απόψε βρεις το θάρρος να μιλήσεις, ίσως δεν πολεμήσεις μόνος αυτή τη νύχτα.