Εν αρχή ήταν τα παρακάλια. Τα σκέτα. «Έλα ρε μαμάααα, κάνε ένα μωρό». Το ύφος άλλαζε ανάμεσα σε απαιτητικό, παραπονιάρικο, γκρινιάρικο και μαρθαβουρτσίστικο αλλά η παράκληση προς τη μαμά η ίδια. Ένα μωρό. Φρέσκο, φρέσκο και στρουμπουλό που για κάποιο λόγο που ποτέ δεν κατάλαβα, ήταν το όνειρο των 13 μου χρόνων.

Ανένδοτη η μαμά ακόμη κι όταν έριξα στη μάχη τα βαριά όπλα. Ούτε στα ατράνταχτα επιχειρήματα «θα πλένω τα πιάτα μια φορά την εβδομάδα» και «θα συμμαζεύω το δωμάτιό μου» δεν έπεσε. Κάπως έτσι το όνειρο έμεινε όνειρο κι εγώ η μεγάλη αδερφή μόνο του μόλις δυο χρόνια μικρότερου αδερφού μου.

Τα χρόνια πέρασαν, η εφηβεία χτύπησε κόκκινα, το όνειρο όποτε μου το «χτυπούσε» η μαμά έμοιαζε εφιάλτης και η ζωή προχωρούσε.
Αν ήμασταν σε δακρύβρεχτο μυθιστόρημα τώρα θα ήταν η στιγμή που θα έγραφε η συγγραφέας: προχωρούσε μέχρι εκείνη τη στιγμή που έμελλε να αλλάξει για πάντα η ζωή της. Μελό; Ναι; Κλισέ; Φυσικά.

Μα παρότι η συγγραφέας δε με ξέρει έτσι ακριβώς έγινε, αφού η μαμά μπορεί να μου αρνήθηκε πεισματικά ένα αδερφάκι, όμως οι επιλογές μου, μου χάρισαν μια αδερφή. Την αδερφή της καρδιάς μου.

Αν με ρωτήσεις πότε και πώς θα σου απαντήσω όπως όλοι όσοι λένε πως ερωτεύτηκαν κεραυνοβόλα. Δε θυμούνται ούτε το πότε έγιναν ένα, ούτε το πώς και κυρίως ιδέα δεν έχουν από πότε είναι μαζί. «Σαν από πάντα» επαναλαμβάνουν και θα συμφωνήσω.

Η Σοφία ήρθε μια μέρα καλοκαιριού. Όχι μόνη της, όχι ξέμπαρκη, όχι μέσα από μια καταιγίδα. Μπήκε στη ζωή μου μαζί με μια ολόκληρη παρέα ανθρώπων που κάθε μέρα μεγάλωνε. Μα χωρίς να το καταλάβω μεγάλωνε μέσα μου η αγάπη για εκείνη.

Περνούσαν οι μέρες σα νεράκι, τα γέλια και οι χαρές στη μεγάλη παρέα όλο και δυνάμωναν, εκείνη πάντοτε εκεί, όμως ήταν κάτι ξέμπαρκα μηνύματα που επιβεβαίωναν το ένστικτό μου πως μεταξύ μας κάτι δυνατό συμβαίνει. Κι ήρθε εκείνο το βράδυ που όλοι τους ήταν μαζί κι εγώ χώρια. Έπιναν, χόρευαν, γελούσαν, γνώριζε ο ένας τον άλλο και οι φωτογραφίες τους με γέμιζαν χαρά. «Ωραία περνάτε» τους είπα. «Αχ έλα» μου απαντούσε η μια, «την επόμενη φορά κι εσύ μαζί» ο άλλος, μέχρι που μίλησε κι εκείνη.

«Λείπεις».

Μια λέξη, χίλια νοήματα κι η καρδιά μου κομμάτια. Αν το καλοσκεφτώ μπορεί να ήταν κι εκείνη η στιγμή που όχι η μοίρα (τα είπαμε, τα συμφωνήσαμε) αλλά η επιλογή μου για τη νέα παρέα, μου έφερε αυτό που μου αρνήθηκε η μαμά. Την αδερφή. Της καρδιάς μου.

Από εκείνη τη μέρα τα πάντα άλλαξαν. 504 χιλιόμετρα μακριά κι όμως η μία δίπλα στην άλλη καθημερινά. Κάθε ώρα. Κάθε λεπτό. Μαζί στα γέλια, μαζί στις πλάκες, μαζί και στα πιο δύσκολα που λες και περίμεναν να βρεθεί η μια στο δρόμο της άλλης για να σκάσουν στη σειρά.

Όχι με τη Σοφία δε μας δένει κανένα παρελθόν, σκοτεινό ή φωτεινό.

Όχι δεν γεννηθήκαμε μαζί.

Όχι δε μεγαλώσαμε με τα σπίτια μας να απέχουν τρία λεπτά με κουτσό που παίζουν τα παιδιά.

Όχι δε βρεθήκαμε στην εφηβεία μας, ούτε μοιραστήκαμε σκανταλιές και πρώτους έρωτες.

Όχι δεν ήπιαμε μέχρι σκασμού ως φοιτήτριες και δεν κρατούσε η μια τα μαλλιά της άλλης όταν δεν άντεχε το ποτό.

Όχι δεν ήμουν εκεί όταν γεννούσε τον πρωτότοκό της ούτε όταν έφερνε στον κόσμο το κοριτσάκι της.

Όμως, το καλοκαίρι που έφυγε τα άλλαξε όλα. Κι αν έχασα μισή ζωή, δική της και δική μου, μη βιαστείς να σκεφτείς, αναγνώστη, πως κάτι μου λείπει. Έχω μπροστά μου μια ολόκληρη ζωή να λέω μόνο ναι.

Ναι θα είμαι εκεί τη μέρα που θα δει τα μωρά της πρωτάκια.

Ναι θα είμαι εκεί όταν αποφασίσει να πιει σα να μην υπάρχει αύριο.

Ναι θα είμαι εκεί στη χαρά της.

Ναι θα είμαι εκεί στη λύπη της.

Ναι θα είμαι εκεί όταν κλείνει κι έρχεται, έρχεται με το πρώτο το αεροπλάνο αλλά δε φτάνει ποτέ.

Ναι. Θα είμαι εκεί. Γιατί η αδερφή της καρδιάς μου ήταν εκεί, σαν από πάντα/