Γράφει η Ε.
Σάββατο βράδυ ήταν. Δεκέμβρης. Από εκείνες τις νύχτες που δεν ξέρεις τι σου ξημερώνει το πρωί της Κυριακής. Έτσι κι εγώ πού να φανταζόμουν τι θα ακολουθούσε τόσο καιρό; Τι θα ζούσαμε. Ή μάλλον τι δε ζήσαμε. Εκείνο το Σάββατο. Εκεί ήταν που γεννήθηκε η παράνοιά μου. Μετά το «μου» έγινε «μας». Και τώρα αυτή η κτητική αντωνυμία επανήλθε σε ενικό πρόσωπο. Ή πιο σωστά σε πρόσωπο ανύπαρκτο. Όπως και το «εμείς». Πάλι γράφω ρε διάολε για σένα. Και δεν μπορώ να σταματήσω. Και γιατί να σταματήσω; Πρέπει να σταματήσω. Υπερβολικά τα συναισθήματά μου. Με πνίγουν. Δεν τα θέλω άλλο. Όσο ζωντανή κι αν ένιωθα, τώρα με τσάκισαν. «Παράνοια αυτό που ζούμε εμείς μωρό μου». Έτσι σου έλεγα. Και χαμογελούσες, έλαμπαν τα μάτια σου. Φωτιζόμουν κι εγώ.
Τόσο άντεξε η παράνοια της έλξης μας. Δεν ήταν για πολλά. Εξ’ αρχής το ήξερα. Μου το είχες πει. Ανήκεις αλλού. Κι εγώ εκεί, επέμενα, περίμενα, ήλπιζα. Δεν το παραδεχόμουν ότι θα τελειώσει. Το ήξερα, αλλά κάθε φορά που με φιλούσες τα ξεχνούσα όλα. Δεν ήμασταν δα και κάτι διαφορετικό, σωστά; Για μένα ήσουν. Η πιο εθιστική παράνοια, που θα ζούσα ξανά και ξανά. Πάλι εσένα θα επέλεγα. Παραμύθιαζα τον εαυτό μου. Μία φορά να δοκιμάσω από σένα ρε γαμώτο, να δω τι γεύση έχεις. Μία φορά έλεγα και θα ήταν αρκετή. Σε ήθελα. Το ήθελα.
Μόνο μια φορά. Και τώρα όλα μου έδειξαν πως όσες φορές κι αν με φιλούσες, εγώ πάντα θα ήθελα μια παραπάνω. Δε θα κουραζόμουν από σένα. Γελάω. Ποιος αρκέστηκε σε μία μόνο δοκιμή για να το κάνω εγώ; Ποιος έφαγε μόνο ένα κομμάτι σοκολάτας και όχι δεύτερο; Ποιος δοκίμασε ναρκωτικά και είπε ποτέ ξανά; Αυτό ήσουν. Το ναρκωτικό μου. Ο εθισμός μου. Και εθίστηκα. Και δοκίμασα. Και η μία φορά δεν μου έφτασε. Και καμία φορά δε θα μου έφτανε. Και το σώμα σου έλειπε ασφυκτικά από το δικό μου. Και τα χείλη μου αναζητούν τα δικά σου. Αναζητούν είπα; Ενεστώτα χρησιμοποίησα; Παρόν; Λάθος μου. Πες πως δεν το είπα ποτέ.
Γιατί ρε γαμώτο; Δε σε θέλω μ’ακούς; Και ούτε ανατριχιάζω στη χροιά της φωνής σου. Ούτε αναστατώνομαι στο όνομά σου, ούτε ψάχνω να δω αν είσαι τριγύρω. Ούτε το άρωμά σου μου λείπει. Ούτε ο λαιμός σου. Ούτε εσύ να κοιμάσαι και να ξυπνάς δίπλα μου. Ούτε τα δάχτυλά σου μπλεγμένα με τα δικά μου. Ούτε τα χέρια σου γύρω από τη μέση μου. Ούτε τα φιλιά σου στον λαιμό μου. Ούτε τα χάδια σου, τα λόγια σου, το χαμόγελο σου, τα μάτια σου. Όχι, βασικά, πώς να μιλήσω για τα μάτια σου; Αυτά μου έκαναν όλο το κακό. Μαύρα ήταν, σκούρα καστανά; Δεν είμαι και σίγουρη. Χανόμουν κάθε φορά που με κοιτούσες. Σάστιζα.
Τίποτα δε μου λείπει μ’ ακούς; Τίποτα. Τα πάντα μόνο. Διάολε γιατί; Γιατί; Αφού ήξερα. Δε θα σε είχα ποτέ ουσιαστικά. Βασικά, ποτέ δε σε είχα. Ποτέ δεν ήμουν η προτεραιότητά σου. Μα δε με πείραζε. Έτσι έλεγα. Κι ίσως να ίσχυε λιγάκι. Ζήλευα απλώς. Όχι που σε είχε. Που δε θα ήμουν ποτέ αυτή, που ποτέ δε θα σε είχα, δε θα σου έδινα όσα ένιωθα. Κι είχα τόσα να σου δώσω. Η παράνοιά μου έχει σώμα, όνομα πρόσωπο και μάτια. Πάλι τα μάτια σου. Μου λείπει το βλέμμα σου. Εκείνο που ήταν μόνο για μένα. Δε σε κοιτάω πια όπως παλιά. Μόνο καμιά φορά που δε με βλέπεις. Όπως εχτές.
Μπήκαμε στο ασανσέρ οι δυο μας χτες. Σ’ εκείνο το ασανσέρ που με φιλούσες. Δεν είπαμε κουβέντα. Με κοίταξες, μου χαμογέλασες με τα μάτια σου. Όπως τότε. Πήρα το βλέμμα μου. Άσε με. Φύγε. Αρκετό το κακό που μου έκανες, δε νομίζεις; Δε σε θέλω. Δε σε θέλω. Και στο τραγούδι εκείνο να μη με κοιτάς. Να μην τολμήσεις, ακούς; Να σε προσέχεις τώρα που θα φύγω. Κενό. Τίποτα άλλο. Εκτός από τα πάντα. Μου λείπεις. Σε θέλω. Μη με σκέφτεσαι. Θα σε σκέφτομαι. Θα μπλέξουμε. Μπλέξαμε. Την παράνοιά μας να την κρατήσεις μέσα σου. Να με σκέφτεσαι όταν ακούς το τραγούδι μας και να χαμογελάς. Είσαι η παράνοια μου μωρό μου.
Μη με σκέφτεσαι. Μη με θες. Μη με ψάξεις.
Σε σκέφτομαι. Σε Θέλω. Δε θα σε ψάξω. «Τι να το κάνω που σου παίρνω δυο φιλιά στα κλεφτά;»