Μετά από κάποια χρόνια σε τούτη τη Γη, κατέληξα στο γεγονός ότι η μιζέρια είναι πάνω-κάτω κάτι σαν την ανθρώπινη βλακεία. Ευδοκιμεί παντού και πάντα, σε χρόνο που θα ζήλευε ακόμα κι ο Αϊνστάιν, που μίλησε για την ταχύτητα του φωτός. Είναι αυτή η υποτιθέμενη ομορφιά στο βλέμμα εκείνων που μοιάζουν μονίμως θλιμμένοι, που όταν τους ρωτήσεις τι έχουν, θα σου πετάξουν ένα ξερό «τίποτα», περιμένοντας να ασχοληθείς περισσότερο μαζί τους.
Στην παρέα ή όταν βρίσκεστε οι δυο σας, δεν πολυμιλάνε. Ατενίζουν το κενό, λες και βρίσκονται σε κάποιο κακόγουστο βίντεο κλιπ του ’90, όπου ο πρωταγωνιστής έχει χωρίσει κι ατενίζει τη βροχή απ’ το τζάμι. Άλλες φορές θα σου βγάλουν την ψυχή μέχρι να μιλήσουν κι άλλες θα εύχεσαι να είχαν σταματήσει να μιλάνε δυο ώρες πριν.
Θα τους δεις μονίμως προβληματισμένους με κάτι. Πάντα για κάτι θα ‘χουν να μιλήσουν, κάτι θα τους ταλαιπωρεί. Φανατικοί υποστηρικτές του «φοβάμαι να χαρώ, γιατί πάντα κάτι κακό μου συμβαίνει», σπάνια θα τους δεις να γελάνε. Κουβαλούν διαρκώς αυτό το απλανές βλέμμα, που καταλήγει στο κενό και σε κάνει να αναρωτιέσαι αυτή τη φορά τι συμφορά να τους βρήκε.
Έχουν μεγάλο εύρος προβλημάτων. Θα τους δεις στεναχωρημένους επειδή σκοτώθηκε ο αγαπημένος τους ήρωας στη σειρά που βλέπουν, επειδή έσπασε το νύχι τους –κι είναι κρίμα, γιατί το γαλλικό πέτυχε τόσο καλά–, μέχρι για το ότι ο καθηγητής τους έκοψε με 3,5 -και κρίμα, γιατί το είχαν σχεδόν σίγουρο ότι είχαν πάει για 10ράκι και το σύστημα δε βοηθάει τους φοιτητές.
Δεν έχει σημασία αν έχουν γύρω τους ανθρώπους που ‘χουν επιλέξει να μη βουλιάξουν μαζί τους στη μιζέρια τους. Εκείνοι θα κάνουν τα πάντα για να τραβήξουν όσους περισσότερους στον λάκκο της απογοήτευσης, γιατί ως γνωστόν «εσύ δεν καταλαβαίνεις τι περνάω». Πόσες φορές ακούσαμε αυτή την έκφραση, Χριστέ μου. Γιατί πιστεύουν ότι είναι οι μοναδικοί που χώρισαν, που ο καφές τους έφτασε σκέτος αντί για μέτριος, που τον παράγγειλαν, κι η ταινία που περίμεναν δύο χρόνια, κατέληξε να είναι σκέτη ξενέρα και τώρα τι θα κάνουν με τη ζωή τους, που όλα στραβά τους πάνε και τίποτα καλό δεν τους κάθεται.
Η δουλειά τους ποτέ δεν πάει καλά, σχεδόν όλοι οι φίλοι τους βγήκαν σκάρτοι κι οι σχέσεις τους δεν ξεπερνούν το τρίμηνο, αφού για κάποιον ανεξήγητο λόγο, πέφτουν πάντα σε «ειδικές περιπτώσεις». Είτε έμπλεξαν με τύπους που δεν έχουν τελειώσει οριστικά με το παρελθόν τους, είτε που μετάνιωσαν και θέλουν να ζήσουν ελεύθερα πουλιά, είτε που δεν τους ζηλεύουν αρκετά για να δείξουν το ενδιαφέρον τους, κάτι πάντως θα φταίει.
Μην προσπαθήσεις να τους βρεις κάπου. Αυτή η απαισιοδοξία τους κι η τάση τους να μηδενίζουν τα πάντα, θα σε κάνει να πιστέψεις ακόμα κι εσύ πως δεν υπάρχει λόγος να ζούμε, οπότε καλύτερα ας κλειστούμε σπίτια μας, μαζί με δέκα γάτες, γιατί «οι άνθρωποι μονίμως σε απογοητεύουν».
Γουστάρουν αυτήν την προσοχή που λαμβάνουν από όσους δεν τους ‘χουν πάρει χαμπάρι –ακόμα– πως στην πραγματικότητα καθόλου δεν υποφέρουν, αλλά μάλλον ηδονίζονται απ’ το δράμα τους κι απ’ το να κλαίγονται στους άλλους, ασφαλώς. Θα σε πάρουν τηλέφωνο ακόμα και στις τέσσερις το πρωί, προκειμένου να συζητήσουν το πρόβλημά τους κι άμα πας να τους συμβουλέψεις, θα σε γράψουν εκεί που δεν πιάνει μελάνι, γιατί «κανένας δε θέλει το καλό τους περισσότερο απ’ τον ίδιο τους τον εαυτό». Είναι γνωστό ότι στον κόσμο δεν υπάρχει ανιδιοτέλεια κι όποιος σε πλησιάζει, έχει πάντα κάποιο συμφέρον.
Μην προσπαθήσεις να συζητήσεις κάποιο θέμα που σε απασχολεί μαζί τους. Ό,τι κι αν έχεις θα το ‘χουν κι εκείνοι, συν κάτι ακόμα, πιο σοβαρό, ώστε να καταλήξεις να ακούς τα γνωστό «εσύ δεν έχεις σοβαρά προβλήματα, εγώ περνάω πολύ χειρότερα». Ακόμα κι αν σου κάνουν την τιμή να ασχοληθούν, θα σου πετάξουν δυο-τρεις μαλακίες, που ήδη ξέρεις, και θα γυρίσουν και πάλι τη συζήτηση στα δικά τους ζόρια, που ποτέ δεν τελειώνουν.
Πέρα απ’ το γεγονός ότι τους βαράει ο μαζοχισμός κατακούτελα, ίσως αυτή η εμμονή στη μιζέρια τους να ισούται με ένα είδος ασφάλειας, μια δικαιολογία για την αδράνειά τους, αφού όλα είναι μαύρα και συνεπώς μάταια. Για όσο κι αν φωνάζουν κι αν χτυπιούνται για τα υποτιθέμενα προβλήματά τους, για όλα εκείνα που δεν τους ικανοποιούν, δεν είναι πρόθυμοι να κάνουν τίποτα για να αλλάξουν την κατάσταση.
Ενδόμυχα, είναι ευχαριστημένοι μ’ όλο αυτό το χαμό που προκαλούν γύρω τους και μέσα τους και δε θα έκαναν τίποτα που θα τους έβγαζε απ’ τη βολική θέση του καναπέ τους. Ακόμα κι αν όλα μαγικά διορθώνονταν, αυτομάτως θα δημιουργούσαν άλλα τόσα προβλήματα, αφού την ευτυχία δεν ξέρουν πώς να την διαχειριστούν, και μάλλον δεν την επιθυμούν, γιατί αναγνωρίζουν πως χρειάζεται δουλειά για να συντηρηθεί, σ’ αντίθεση με τη δυστυχία τους. Κατά βάθος, απολαμβάνουν να γκρινιάζουν για τα πάντα, χωρίς να μπαίνουν στον κόπο να αλλάξουν ούτε τα μισά.
Μίζεροι κι αδρανείς άνθρωποι. Από μακριά και καθόλου αγαπημένοι! Να μας λείπει η γκρίνια τους, εκείνοι δε θα μας λείψουν.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη