Κάναμε μια συμφωνία. Κι ας ήταν τυπική κι ας φάνηκε προβλέψιμη κι ας μείναμε αδιόρθωτοι κι ας γίναμε απρόσιτοι. Έμεινε μεταξύ μας. Κανείς δε μας κοίταζε. Κανένας δε θα έκρινε τις αποφάσεις μας αφού δεν τις γνώριζε.
Εύκολο να κρύψεις τον εαυτό σου. Εύκολο να κρυφτείς από τον κόσμο, δύσκολο να μείνεις στην κρυψώνα αυτή για πολύ. Πολλές φορές δεν αναγνωρίζεις κι ο ίδιος τι είσαι, τι δεν είσαι, τι δείχνεις και τι κρατάς φυλαγμένο. Κάποιος θα αποκρυπτογραφήσει τις σκέψεις σου καθώς τις κάνεις λέξεις. Κάποιος θα αντιληφθεί τα συναισθήματά σου καθώς τα κάνεις πράξεις. Εύκολα φανερώνεσαι χωρίς να προσπαθείς, αρκεί και μόνο που πράττεις, αρκεί που ξοδεύεις λέξεις, προκαλείς συναίσθημα και διορθώνεις παρερμηνείες. Δύσκολο να κρατήσεις τις θεωρίες σου και να μην τις αποκαλύψεις εμπράκτως.
Κι αφού βλέπεις πόσο εύκολα ο κόσμος σε προβλέπει, δες κι εμένα πόσο γρήγορα σε συνηθίζω. Καλύτερα σε ξέρει ο κόσμος, γιατί κοιτάζει πάντα αυτό που διαλέγεις να του παρουσιάσεις. Κι αυτό το «καλύτερα» έχει μια πολύ συγκεκριμένη έννοια. Σε ξέρει καλά ο κόσμος γιατί σε ξέρει στην καλύτερη εκδοχή σου. Σε ξέρει καμουφλαρισμένο με διαμαντάκια για μάτια και πούπουλα για χέρια. Σε ξέρει με σκέψεις ιδανικές, με χαρακτήρα άψογο, με ιδέες ξεχωριστές και δεξιότητες βραβευμένες.
Κι αν κάποια μυστικά σου τους τα πρόδωσεις από μόνος σου, δεν ήταν μυστικά σαν κι εκείνα που αποκαλύπτω εγώ από σένα. Τα μυστικά που μαθαίνει ο κόσμος είναι οι ανίδεες πτυχές σου που ακόμα δεν κατάφερες να αποδεχτείς. Ενώ τα μυστικά που σε μένα φανερώνεις δεν τα κρύβεις κι ούτε ντρέπεσαι που τα μαθαίνω. Γιατί σε μένα αυτό που είσαι δεν το ελέγχεις. Δε φοράς κουστούμι να έρθεις να με συναντήσεις, δε θα μου κάνεις χειραψία να γνωριστούμε, ούτε θα χαμογελάσεις από ευγένεια, δε θα ρωτήσεις τα νέα μου από περιέργεια και σίγουρα δε θα θυμώσεις εξαιτίας κάποιας τυχαίας τετριμμένης παρεξήγησης επειδή ειπώθηκε λάθος κάποια ένστασή μου στη νοοτροπία σου.
Κι εγώ μία απ΄τα ίδια. Δεν τα λέω μόνο για σένα όλα αυτά. Δεν κατηγορώ τις αντιδράσεις και τις μυστικοπάθειές σου. Ό,τι θέλω δείχνω στους άλλους κι ότι δε θέλω δείχνω σε σένα. Γιατί κατά βάθος κι εσύ κι εγώ δείχνουμε απέξω το ιδανικό και από μέσα για τους δυο μας είμαστε το αντίθετο σε σχέση με το περιτύλιγμά μας. Ο κόσμος δεν μας ξέρει καλύτερα, μας ξέρει καλύτερους. Μας μαθαίνει και μας αποκαλύπτει όπως ακριβώς τολμάμε ή διστάζουμε να αφεθούμε.
Κανόνες και κώδικες συμπεριφοράς δεν ισχύουν μεταξύ μας. Οι αντιδράσεις μας ακραίες. Με είδες έξαλλη κι ούτε ήθελα να σε βλέπω άλλο μπροστά μου. Σε κοίταξα, όσο ήσουν αδιάφορος και αδιαφόρησα κι εγώ. Γυρίσαμε τις πλάτες και κοιμηθήκαμε σχεδόν αντίπαλοι. Ξυπνήσαμε και αρχίσαμε την πάλη με την κούπα του καφέ στο ένα χέρι και το άλλο στην πόρτα της εξόδου να περιμένει μία αφορμή για να λυγίσει το χερούλι.
Ταυτιστήκαμε, μοιάσαμε, ταιριάξαμε και στην ουσία συμφωνήσαμε. Συμφωνήσαμε να μην είμαστε καλά μεταξύ μας. Υποχωρίσαμε αντί να αγκαλιαστούμε, ανταλλάξαμε κουβέντες βαριές αντί από το βάρος μιας τεράστιας αγάπης να φιληθούμε για χατίρι του πάθους μας.
Τρέξαμε παράλληλα με κατευθύνσεις αντίθετες, να μη συναντηθούμε ξανά, να μην ξέρω τι κάνεις, να μη βλέπεις πώς νιώθω. Και στο τέλος, έτσι όπως τα κάναμε, έτσι και τ’ αντέξαμε. Αντέξαμε να χαραμίσουμε την τρυφερότητά μας σε αγκαλιές της σεζόν, να δώσουμε φιλιά σε χείλη πολυσύχναστα. Αντέξαμε τον χωρισμό μας ως λύση ιδανική κι αλάνθαστη. Το επέτρεψες και το δέχτηκα. Το αποφάσισα και το πίστεψες. Αντέξαμε να μείνουμε μακριά και δεν αντέξαμε να μείνουμε μαζί δίπλα-δίπλα.
Κάναμε σκέψεις άτακτες σε κόλακες εξιδανικευμένους. Τη θλίψη μας αφήσαμε να απορροφήσει μια μπλούζα ξένη κι όχι κάποια από αυτές που ο ένας αγόρασε στον άλλον για δώρο. Εμείς δε δωρίσαμε τίποτα στους άλλους. Εμείς σπαταλήσαμε τα πιο τρυφερά μυστικά μας σε τυχαία αυτιά που έβαζαν ακουστικά να καμουφλάρουν την πολυλογία μας.
Δε σε άντεξα, δε με άντεξες. Καλύτερα από απόσταση. Και ποιος θα μας αντέξει άλλος, αφού στ’ αλήθεια δε μας ξέρει κανένας. Αν μόνο σε μένα ήσουν αληθινός, κι αν μόνο σε σένα έγινα ειλικρινής, πώς να δώσω αυτή την ειλικρίνεια αλλού; Πώς να χαρίσεις κι εσύ την αλήθεια σου κάπου αλλού, αφού τη στιγμή που λύγιζα το χερούλι κι άνοιγα την πόρτα, δεν έπρεπε να μου μοιάσεις. Δεν έπρεπε να συμφωνήσεις. Έπρεπε να την κλείσεις και να παραμείνω μέσα στον χώρο μαζί σου. Εκείνη τη στιγμή έπρεπε να ήμασταν αντίθετοι.
Εκείνη τη μία στιγμή που λύγιζε το χερούλι κι άνοιγε η πόρτα, λύγιζε παράλληλα η αντοχή μας κι άνοιγε η υπομονή μας. Εκείνη τη στιγμή η συμφωνία ήταν αμοιβαία. Θ’ άντεχα την απουσία σου, θ’ άντεχες την έλλειψή μου. Μοιάζαμε σε όλα, γνωριζόμασταν καλύτερα απ΄όλους και δεν μπορούσαμε ν’ αντέξουμε την ομοιότητά μας. Γίναμε ξένοι. Στους αγνώστους συστήνεσαι καλοπισμένος κι εγώ τους χαμογελάω τυπικά. Και σαν ξένοι πια, βλέπω επιτέλους κι εγώ σαν όλους τους άλλους τα διαμάντια στα μάτια σου και βρίσκω τα χέρια σου πιο απαλά από ποτέ.
Βλέπεις, αντέχουμε τους ξένους και δεν αντέχουμε τους πιο δικούς μας. Μόνο σαν ξένο μπορώ να σε αντέξω, μόνο σαν ξένη μπορείς να με αντέξεις κι έτσι άγνωστοι μεταξύ μας κι οι δυο, θα συνεχίσουμε να γνωριζόμαστε από κοινού τόσο καλά και να είμαστε παράλληλα από κοινού τόσο ξένοι.