Κάθε χωρισμός είναι διαφορετικός. Κάθε φορά μας βρίσκει ίσως λίγο πιο προετοιμασμένους ή τουλάχιστον περισσότερο επιφυλακτικούς. Όσοι έρωτες και να περάσουν, όμως, πάντα θα θυμόμαστε αυτόν τον ένα που μας έκανε να πονέσουμε περισσότερο.
Δεν είναι κατ’ ανάγκη ο πρώτος έρωτας που δε λησμονιέται, αλλά εκείνος που μας ξύπνησε τα πιο έντονα συναισθήματα, που μας άλλαξε και που με τη φυγή του μας στοίχειωσε με την ανάμνησή του. Μία τέτοια περίπτωση είναι για εμένα η δική σου, από ‘κείνες που θα σε παιδεύουν όσα χρόνια κι αν περάσουν, που θαρρείς πως ξεμπέρδεψες μαζί τους, μέχρι κάτι να βρεθεί μπροστά του και να στις θυμίσει πάλι. Μια φωτογραφία, ένα αντικείμενο, ένας ήχος. Συγκεκριμένα, η φωνή σου. Αυτή αρκεί να γκρεμίσει όση ηρεμία χτίζω.
Είναι αστείο καμιά φορά πώς εξελίσσονται τα πράγματα. Κατάφερες να με πληγώσεις όσο κανένας άλλος, χωρίς να το προσπαθήσεις, χωρίς να φερθείς σκάρτα, χωρίς προδοσίες, απιστίες κι ό,τι άλλο πιστεύουν οι πολλοί πως πονά. Εσύ έκανες ακριβώς το αντίθετο. Με αγάπησες, με έκανες ευτυχισμένη, υπήρξες ό,τι ακριβώς χρειαζόμουν. Ήρθες κι οι λύπες έφυγαν, τα κενά γέμισαν, είχα πια εσένα.
Κι ακριβώς έτσι με πλήγωσες. Γιατί μόνο αν πάρεις μια γεύση από ευτυχία, μπορείς να μιλήσεις για δυστυχία. Γιατί αν δεν έχεις τίποτα, δε χάνεις τίποτα κι αν τα ‘χεις όλα χάνεις τα πάντα. Κι εσύ έφυγες για το καλό μου κι η απώλειά σου μεγάλωσε το κακό μου, κι ας μην ήταν αυτή η πρόθεσή σου, κι ας μην ήξερα ούτε εγώ τι ήθελα πριν χρειαστεί να μου λείψει για να το καταλάβω.
Χρειάστηκε πολύς καιρός για να σταματήσει να με πονάει η απουσία σου. Πέρασε ακόμη περισσότερος καιρός για να μπορέσω να εμπιστευτώ κάποιον άλλο και να τον δεχτώ δίπλα μου. Όχι αντικαταστάτη σου. Οι θέσεις δεν καλύπτονται, δημιουργούνται νέες.
Κι όλα ξεπεράστηκαν ή έστω ξεχάστηκαν. Έτσι πίστευα, δηλαδή, μα όταν κάνουμε σχέδια, η μοίρα γελάει επειδή ξέρει τι μας επιφυλάσσει. Χρειάστηκε μονάχα μία τυχαία στιγμή και μία ακόμα πιο τυχαία συνάντηση. Δε χρειάστηκε καν να συμμετάσχουν τα μάτια, αρκούσαν μόνο τα αφτιά κι η φωνή σου.
Περίμενα σε ένα συνοικιακό καφέ να ετοιμαστεί ο καφές μου, όταν άκουσα μια χροιά τόσο ξεχωριστή και τόσο οικεία που μέσα στη βουή του κόσμου τα αφτιά μου κατάφεραν να την απομονώσουν, σαν να σίγασαν ξαφνικά όλα τα άλλα, σαν να μην υπήρχε κανείς άλλος τριγύρω. Η φωνή σου να εκπέμπει το όνομά μου κι ένα ρεύμα να ταράζει τους παλμούς μου.
Ο χρόνος σου φέρθηκε καλά κι όσα κι αν όλα άλλαξαν –εμείς, ο κόσμος, τα συναισθήματά μας ίσως–, η φωνή σου, όπως τότε, μου υπενθύμιζε πως τα μάτια μπορούν να εθελοτυφλούν, να κοιτάζουν χαλαρά αλλού, τα αφτιά όμως δεν μπορούν να προσποιηθούν πως δεν ακούν. Αντιδρούν αντανακλαστικά, παρασύρονται απ’ τον ήχο που τα συγκινεί και τον ακολουθούν. Ξάφνιασμα, χαρά, νοσταλγία, όλα τα αισθάνθηκα.
«Πώς είσαι;» μου είπες κι η φωνή σου έμοιαζε σαν τον πιο όμορφο ήχο που άκουσα εδώ και καιρό, τον πιο ήρεμο, τον πιο ασφαλή. «Καλά, εσύ;» σου είπα, ακόμα κι αν το «καλά» ήταν το μόνο που δεν μπορούσε να περιγράψει το πώς ένιωθα εκείνη τη στιγμή, με το τάχα τυπικό κι ευγενικό «εσύ» να ζητά με απελπισία να μάθει κάτι για ‘σένα.
Έτρεμα τόσο που δεν ήμουν καν σίγουρη αν οι λέξεις βγήκαν, όντως, απ’ το στόμα μου ή αν τις φαντάστηκα, και κρεμόμουν απ’ τα χείλη σου να ακούσω τι θα πεις. Μου είπες πως κι εσύ είσαι μια χαρά και με ένα τεράστιο χαμόγελο ευχήθηκες να ‘μαι πάντα χαρούμενη. Και κάπου εκεί άρχισαν τα αφτιά μου να πιάνουν κι άλλες συχνότητες με την κοπέλα να μου φωνάζει πως ο καφές μου είναι έτοιμος, βάζοντας τέλος στην αμηχανία μας αλλά και στην ελπίδα για καμιά παραπάνω κουβέντα .
Όσοι και να πέρασαν μετά από εσένα, όσα χέρια κι αν με άγγιξαν, όσα χείλη κι αν με φίλησαν, εσύ είσαι αυτός που με αναστατώνει ακόμα και σήμερα, χωρίς καν να με ακουμπήσεις, πριν καν σε δω. Μόνο το άκουσμα της φωνής σου ήταν αρκετό να ξυπνήσει συναισθήματα κι αναμνήσεις, εικόνες από μια εποχή που ήμουν ευτυχισμένη. Μόνο ο ήχος της φωνής σου ήταν αρκετός να καταλάβω πως δε σε ξεπέρασα ακόμα, πως επιφανειακά μονάχα μας προσπέρασα μέσα σε σιωπές.
Αστείο, ε; Να περνάνε τόσοι άνθρωποι απ’ τη ζωή σου που σε έκαναν να γελάσεις ή να κλάψεις, αλλά εσύ να θυμάσαι εκείνον τον ένα. Εκείνον που σε πλήγωσε περισσότερο από όλους, απλά επειδή σε αγάπησε περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη