Άκουγα προχθές, μια ιστορία. Κουτσομπολιό, για την ακρίβεια.
Εκείνος σαράντα πέντε ετών. Φαρμακοποιός, παντρεμένος με δύο παιδιά, με πολλά λεφτά, από τους πιο όμορφους άνδρες που αντικειμενικά συναντούσε κανείς στη ζωή του.
Όποιος τον συναναστρεφόταν, σάστιζε από την γοητεία του.
Αυτό που έχουν ορισμένοι άνθρωποι, που αν και δεν είναι επώνυμοι, με το που θα μπουν σε έναν χώρο, όλοι θα γυρίσουν.
Κάποια στιγμή η γυναίκα του τον παράτησε κι αυτόν και τα παιδιά τους.
Ερωτεύτηκε κάποιον πολύ νεότερο του άντρα και τον ακολούθησε.
Την εγκατάλειψη διαδέχτηκε η οικονομική καταστροφή της επιχείρησης του και ένας καρκίνος που αυτή τη στιγμή, είναι στο τελευταίο στάδιο.
Όχι, δεν είναι η ατυχία του ανδρός το concept του κουτσομπολιού. Παρά μόνο ο σχολιασμός εκείνης.
Και καθώς δικαστές κι εισαγγελείς ξεκίνησαν να περιγράφουν με έντονα χρώματα την έλλειψη ευφυΐας, ηθικής και κυρίως ανθρωπιάς της μοιχαλίδας που εγκατέλειψε τα παιδιά της, μια άποψη που σίγασε προς στιγμήν την κατακραυγή ήταν η εξής: «Μα καλά κι αυτή η ηλίθια, έπρεπε να τα καταστρέψει όλα; Ας το ζούσε συγχρόνως και κρυφά, αφού ο πιτσιρικάς δεν θα την παντρευόταν κιόλας και ας μην διέλυε το σπίτι της!»
Παρεμπιπτόντως, ο τριαντάρης «πιτσιρικάς», όντως την είχε ήδη αφήσει.
Ο λόγος της παύσης, δεν ήταν άλλος, από μια σιωπηρή παραδοχή από όλους τους συνομιλητές.
Νομιμοποιείσαι να σε κυριεύσει το πάθος σου, μόνο όταν το ζεις παράνομα.
Αλλιώς δεν δικαιούσαι να του παραδοθείς.
Πώς τολμάει κανείς, να χάνει τον έλεγχο και να ζητάει ψεγάδια κατανόησης, όντας απεγκλωβισμένος από μάσκες υποκρισίας και πετώντας το νοητό φτυαράκι με το οποίο θα μάζευε και θα έκρυβε την σαβούρα κάτω απ΄το χαλί; «Τι περίμενε άραγε, πως το τεκνό θα την παντρευτεί;»
Και πώς θα μιλούσαμε για πάθος, αν δεν υπήρχε μέσα στη ρίζα της κατάστασης το ρίσκο της καταστροφής;
Κρυφά και παράλληλα, ναι.
Εκεί θα συμφωνούσαν όλοι, πως τουλάχιστον προσπάθησε να κρατήσει τον έλεγχο και τις ισορροπίες για όλους.
Έτσι, θα είχε τη συμπάθεια από όλους μας, εμάς που βλέπουμε με επιείκεια και ενίοτε με ταύτιση ανάλογους ήρωες, να κρατούν τον πρωταγωνιστικό ρόλο σε ταινίες με τρίγωνα, τετράγωνα, αποδίδοντας αγιοσύνη σε κάθε αμαρτωλό εξυψώνοντας το πάθος του, που ήταν ανώτερο από αυτόν.
Η ζωή, δεν είναι σαν τις ταινίες.
Δεν υπάρχει καλοσύνη και υποστήριξη στο εν βρασμώ.
Δεν αναγνωρίζονται τα δράματα, κανείς δεν εγκλωβίζεται στο «εγώ» ενός άλλου ανθρώπου, η ψυχική υγεία κάποιου διαταράσσεται και κλονίζεται μόνο όταν καταλήγει γραφικός άστεγος που μιλάει μόνος του και ενίοτε ψέλνει στις πιο πολυσύχναστες λεωφόρους, σε ώρες αγοράς με αμφίεση ανάρμοστη για κοσμικά μέρη.
Στη μυθοπλασία και στην πραγματικότητα, είναι αλλιώς πλασμένες οι έννοιες.
Νορμάλ είναι μόνο ό,τι μπορεί να μας κάνει να ταυτιζόμαστε και που και που να ονειρευόμαστε.
Να, σήμερα έβλεπα ξανά εκείνη την συγκλονιστική ταινία με την Μέρυλ Στριπ, «Η Εκλογή της Σόφι», για την οποία πήρε το πρώτο της Όσκαρ Α Γυναικείου Ρόλου.
Θα αντέχαμε αν μας έλεγε μια γειτόνισσα μας, πως κάποτε έπρεπε να επιλέξει ποιο από τα δύο της παιδιά θα ζήσει και ποιο θα πεθάνει;
Θα είχε την ίδια συμπόνοια εκ μέρους μας αν ξέραμε ότι ένα βράδυ κοιμήθηκε με τον ερωτευμένο μαζί της, γείτονα;
Ή μήπως η ταινία θα ήταν το ίδιο αριστούργημα αν η ηρωίδα κρατούσε το μυστικό της, έμενε πιστή στο φίλο της και παρακολουθούσαμε μαγεμένοι, την σχέση τριών φίλων της δεκαετίας του 1940, έστω και από ηθογραφικής σκοπιάς;
Ίσως, την πόρτα που ανοίγουμε όταν ερχόμαστε μπροστά σε αυτό που μας συγκινεί, να ήμασταν ομορφότεροι και πιο ενδιαφέροντες αν δεν την σφραγίζαμε πίσω από τον τοίχο μας, μέσα στην κούραση της κάθε μέρας.
Οι σκέψεις μας και τα συναισθήματα μας, πάντα γράφουν στο πρόσωπο μας και δημιουργούν είτε χαρακιές είτε γεμάτα βλέμματα.