Θέλω να σ’ αγαπήσω, να σε γεμίσω, να σε χορτάσω και να σου τα δώσω όλα. Μα δεν έχω τίποτα. Κάτι λίγα μόνο κι αυτά τσακισμένα, κουτσοκουρεμένα, αδειανά πουκάμισα, μισές ευτυχίες.
Ένα κενό θα βρεις εδώ. Έναν άνθρωπο που κάποτε μπορούσε να αγαπήσει πολύ μα τώρα αδυνατώ. Και δεν μπορείς να φανταστείς πόσο το θέλω και πόσο κατηγορώ αυτούς που, ενώ μπορούν, δεν το θέλουν και διατείνονται ότι περνάνε φίνα με την πάρτη τους.
Ξέμαθα. Άδειασα. Έφαγα τα μούτρα μου, δε μου’ μεινε ελπίδα, φως να πιαστώ να πιστέψω ξανά στο θαύμα. Οι μόνες αναμνήσεις που έχω είναι αναμνήσεις μιας γυναίκας απ’ τα παλιά, τότε που ήταν δοτική, αυθόρμητη, γλυκιά κι η αγαπημένη του άντρα που ποθούσε. Κι αναφέρομαι σ’ αυτή σε τρίτο ενικό γιατί είναι πια μια ξένη. Η δίδυμη αδερφή μου ίσως αλλά όχι πλέον εγώ.
Τώρα πλέον οι μόνες εικόνες που έχω φέρνουν κάτι από λάσπη μισοανακατεμένη με όνειρα και μια κλεμμένη, μισή ζωή. Δεν κατοικεί τίποτα μέσα μου ούτε καλό ούτε κακό. Ένα σπίτι αδειανό κι οι κουρτίνες στα παράθυρα να ανεμίζουν δίνοντας την αίσθηση ότι κάποιος ζει εκεί μέσα, κάτι κινείται. Μα δε ζει κανείς εδώ. Τίποτα δεν κινείται. Πεσμένα φύλλα στη γη, ένα γκρίζο σκηνικό, ένας κρύος καφές.
Πώς να σου δώσω την αγάπη που ποθείς; Δεν την έχω. Θα σε θελήσω, θα σε διεκδικήσω κι ύστερα θα σε αφήσω στην ησυχία σου ανίκανη να δεθώ και να σχετιστώ. Δε θα ζητήσω κανένα αντάλλαγμα, δε θα περιμένω να ανταποκριθείς γιατί πολύ απλά δε θα σε καλέσω. Δε θα σε ζητήσω, δεν έχω το δικαίωμα να ζητήσω τίποτα τη στιγμή που δεν έχω την ικανότητα να δώσω κάτι.
Δε μιλώ για θέληση γιατί αυτήν την έχω, μιλώ για κάτι χειρότερο. Την ανεπάρκειά μου. Κι είναι τρελό και τραγικό παράλληλα, όλοι να μπορούν και να μη θέλουν, μα εγώ να θέλω και να μην μπορώ.
Προς Θεού, μη μ’ αρχίσεις μ’ αυτό που ακούω παντού, ότι όποιος θέλει μπορεί. Όποιος θέλει, θέλει, μάτια μου. Αυτό μόνο. Το αν μπορεί είναι άλλη υπόθεση και στη δική μου περίπτωση τελειωμένη.
Τι κάνεις λοιπόν με έναν τελειωμένο άνθρωπο, συναισθηματικά ακρωτηριασμένο κι αδειανό; Δύσκολα τα πράγματα κι οφείλω να σε ενημερώσω, να μην αφήσω τίποτα κρυφό το οποίο να μην ξέρεις και πεις πως στο’ κρυψα. Να σου δείξω απ’ την αρχή το τέλος, να μην μπαίνουμε και στον κόπο να τρέφουμε ελπίδες για happy end.
Δε θέλω να σε χάσω, σε χρειάζομαι μα την αμέσως επόμενη στιγμή που θα πλησιάσεις περισσότερο θα σε διώξω. Θα σε διώξω γιατί δεν έχει νόημα να μείνεις να παλεύεις για κάτι ανύπαρκτο. Να σε προστατέψω πάω γιατί κοντά μου θα αμφιβάλλεις.
Δεν έχω σκοπό να σου κάνω κανένα κακό φυσικά. Ακόμα όμως και το κακό, όπως το να σε ζηλέψω, να σου θυμώσω ή να σε εκδικηθώ, αποδεικνύεται λιγότερο κακό από το τίποτα κι από τον απολύτως κανένα σκοπό. Γιατί όσο και να σε γουστάρω, κάτι παραπάνω απ’ αυτό δεν έχω σκοπό να κάνω.
Δε θα μπορείς να ξέρεις τι πραγματικά νιώθω όχι γιατί θα στο κρύβω αλλά γιατί θα αδυνατώ να δώσω απάντηση σ’ αυτο το «τι» που θα θες τόσο να μάθεις. Μπορεί να το πεις ενθουσιασμό, έρωτα, αγάπη, συμπάθεια ή εμμονή. Μπορεί να το πεις όλα αυτά μαζί ή και κανένα.
Σε έναν φανταστικό κόσμο θα μπορούσα να σ’ αγαπήσω ίσως μόνο αν ήσουν αποφασισμένος να μείνεις και να γεμίσεις το κενό μου, αν μπορούσες να κάνεις στην άκρη αυτό που με μεγάλη ευκολία βαφτίζεις ως αδιαφορία απ’ τη μεριά μου.
Αν γινόσουν εσύ για λίγο εγώ, τότε κι εγώ θα γινόμουν όλη εσύ. Αν με μάθαινες απ’ την αρχή πώς θα’ θελες να σ’ αγαπώ, αν μ’ αγαπούσες πρώτος και μ’ όλη σου τη δύναμη μπορεί απ’ το τίποτα να προέκυπτε κάτι κι η ανεπάρκεια να δώσει τη θέση της στην έλλειψη.
Μάθε μου, αγάπη μου, να σ’αγαπώ κι ας σ’ αγαπώ ελλιπώς. Θα ξέρεις ότι τόσο πραγματικά θα μπορώ.