Για να αποφασίσεις να αποχαιρετήσεις μία σχέση, σημαίνει ότι κάτι έχει σπάσει μεταξύ σας, πως κάτι δεν πήγε καλά. Με όποιον τρόπο κι αν χώρισες, για όποιο λόγο, κάτι έχει φύγει από μέσα σου και κομματάκι δύσκολο να επιστρέψει.
Όχι, μ’ αυτό το «κάτι» δεν εννοώ τον έρωτα, την αγάπη και την εξάρτηση, αυτά δεν είναι εύκολο να φύγουν. Σε τίποτα δεν το ‘χουν όμως η εμπιστοσύνη, ο σεβασμός κι ο θαυμασμός να πάρουν τα μπογαλάκια τους και μετά έξω απ’ την πόρτα. Κι όλα αυτά δεν είναι απλώς «κάτι», αλλά είναι για την ακρίβεια αυτά που κρατούν μια σχέση σταθερή, είναι αυτά που σου δίνουν την ασφάλεια και τη σιγουριά στο «μαζί».
Έχουμε, όμως, μία τάση να ρίχνουμε τον εγωισμό μας τόσο κάτω πολλές φορές, που δε μας νοιάζουν καν όλα τα παραπάνω, αφού χωρίσουμε, αρκεί μόνο να γυρίσει η καψούρα μας, ο έρωτάς μας -ή απλά η ασφάλειά μας. Είμαστε συχνά διατεθειμένοι να αφαιρούμε συνέχεια κι από κάτι, να γίνουμε όλα αυτά που νομίζουμε ότι θα ήθελε ο άλλος, μόνο και μόνο για να πάρουμε ξανά τη δόση μας ή απλά την επιβεβαίωσή μας.
Σε μία έντονη σχέση με δυνατά συναισθήματα, είναι δύσκολο να διαχειριστείς όλο αυτό που σου συμβαίνει, γι’ αυτό ακόμα κι αν πείτε το, τάχα, οριστικό αντίο, εσύ θα κυνηγάς ακόμη μία παράταση. Και κάπως έτσι, οι νυν που έγιναν πρώην δεν είναι καθόλου δύσκολο –από πείσμα ή αγάπη, από μετάνοια ή συνήθεια– να ξαναγίνουν νυν.
Είναι μάλλον πολύ εύκολο σε μια στιγμή μοναξιάς ή απελπισίας να γυρίσεις σε έναν πρώην σου, είναι κάτι γνώριμο για ‘σένα, οικείο, ασφαλές, δοκιμασμένο -αν και ληγμένο. Είναι ένας άνθρωπος που έχεις ήδη αναπτύξει συναισθήματα. Κι είναι κοινώς αποδεκτό ότι αν έχουν προλάβει να γεννηθούν συναισθήματα για κάποιον, όσο λάθος κι αν ήταν οι λόγοι που δημιουργήθηκαν, εκείνα δε φεύγουν -ίσως και ποτέ.
Γιατί, όμως, γυρνάμε στους ίδιους ανθρώπους ξανά και ξανά; Γιατί δεν ακολουθούμε τη γραμμική ροή του χρόνου κι επιλέγουμε κυκλικές πορείες; Μάλλον μας αρέσει η ζαλάδα λίγο, μας θυμίζει κάτι από τρενάκι σε λούνα παρκ, γιατί η πορεία σε μία ευθεία γραμμή είναι και κάπως βαρετή, όσο να πεις.
Είναι η αλήθεια αυτή, δύσκολα αφήνουμε τελειωτικά κάτι πίσω μας και προχωράμε μπροστά, πιο πιθανό να επιστρέψουμε, να το ψάξουμε ξανά. Το θέμα, όμως, είναι κατά πόσο είναι υγιής η δεύτερη ευκαιρία που διεκδικούμε ή δίνουμε κι αν απλά γυρνάμε σ’ έναν άνθρωπο που μας ταλαιπωρεί ή δεν τον καταλαβαίνουμε απλώς για να μην είμαστε μόνοι.
Κανείς δε θα σου πει «γύρνα» ή «μείνε μακριά». Εσύ θα αποφασίσεις, αυτό που οφείλεις να δεις, όμως, είναι τον λόγο και τον τρόπο που έφυγες την πρώτη φορά κι αν αυτή η αιτία έχει ξεπεραστεί. Δεν είναι λάθος να γυρίσεις σε μια ιστορία που δεν πρόλαβες να ζήσεις, που έχει ακόμα κάτι να δώσει, που αναγνωρίσατε πού το χάσετε και ξέρετε πια πώς να το βρείτε. Λάθος είναι να γυρνάς ξανά και ξανά σε μία κατάσταση που ξέρεις μέσα σου ότι δεν πρόκειται να αλλάξει.
Ό,τι συγχωρείται επαναλαμβάνεται, λένε, κι αυτό είναι κάτι που συναντάμε συχνά στις επανασυνδέσεις. Ανασφαλείς ή (μονόπλευρα μάλλον) καψούρηδες, απογοητευμένοι απ’ τα επόμενα εκτιμούν τα προηγούμενα, ή φοβισμένοι να μείνουν μόνοι∙ κάπως έτσι φτιάχνουν κύκλους, ανακυκλώνοντας ένα παρελθόν για μέλλον.
Δεν είναι δυστυχώς αγγελικά πλασμένες οι επανασυνδέσεις, ούτε πάντα ειλικρινείς οι προθέσεις τους κι απ’ τις δύο πλευρές. Σπάνια προκύπτουν από αληθινά αισθήματα. Η συντροφικότητα είναι τόσο μεγάλη ανάγκη των ανθρώπων, λοιπόν, που μας οδηγεί συχνά-πυκνά σε επιλογές θεωρητικά ασφαλείς, κι ας είναι πρακτικά άβολες.
Δε θα σου πει κανείς να μη γυρίσεις, μα αν το κάνεις, ψάξε τους σωστούς λόγους. Τους λόγους που γυρνάς αλλά κι εκείνους που ο άλλος σε δέχεται!
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη