Πήρε το μάτι μου προχτές στο facebook, ένα post που μου κίνησε την περιέργεια.
«Ήρθες για να μείνεις ή θα φύγεις; Να κάνω καφέ ή όνειρα;»
Και μου ήρθε στο μυαλό η εικόνα του ξενοδοχοϋπαλλήλου που όταν φτάνεις στο ξενοδοχείο και ζητάς δωμάτιο, σε ρωτάει με εκείνο το πλατύ χαμόγελο «πόσες μέρες θα μείνετε;»
Και στη ζωή, το ίδιο δε συμβαίνει;
Άνθρωποι έρχονται και φεύγουν όποτε τους κάνει κέφι, απρόσκλητοι, κουβαλάνε μαζί τους τις αποσκευές τους εισβάλλοντάς στην ηρεμία μας απροειδοποίητα, με μοναδικό σκοπό να βρουν ένα προσωρινό καταφύγιο και γρήγορα εξαφανίζονται εξίσου ξαφνικά.
Και ποιος δεν το ‘χει κάνει;
Εσύ, εγώ, ο απέναντι. Όλοι μας.
Το μυστικό όμως, βρίσκεται στην ευθύνη.
Την ευθύνη της φυγής.
Να την παραδεχτείς, να την φωνάξεις, να μην την καταλογίσεις στην ανεπάρκεια του άλλου.
Να μην κάνεις την ανικανότητά σου, δική του.
Ξενοδοχείο «Η καλή καρδιά», σου δίνω το κλειδί για το καλύτερο δωμάτιο.
Penthouse, με θέα, εικοσιτετράωρο room service, και ό,τι ζητήσεις, είμαι πάντα εκεί έτοιμη να ικανοποιήσω τις ανάγκες σου και ας μη μου δώσεις φιλοδώρημα.
Και έμεινες λίγο καιρό, απόλαυσες τις υπηρεσίες που σου προσφέραμε και ξαφνικά έφυγες χωρίς καν να πληρώσεις το λογαριασμό.
Κάτσε ρε φίλε, που πας;
Δε σου έμαθε κάνεις, πως οι ζημιές πληρώνονται;
Φταίω και εγώ που δε ρώτησα πόσο καιρό σκοπεύεις να διαμείνεις, τσούρμο όμως οι αποσκευές σου, που να πάει το μυαλό μου;
Μου πήρε λίγο καιρό να καταλάβω, ότι αυτές σου οι βαλίτσες ήταν βάρος που σε καθυστερούσαν, σε πήγαιναν πίσω και εσύ έψαχνες απλώς κάπου να τις φορτώσεις.
Και κάπως έτσι κλείστηκα και εγώ.
Το συγύρισα το δωμάτιο, το γυάλισα, το έβαψα και στο τέλος το κλείδωσα.
Κλειδιά κανείς δεν πήρε.
Από τότε, όποιος επισκέπτης έρχεται, ρωτάω πάντα τις μέρες διαμονής.
Ελεγχω τις βαλίτσες. Όποτε βλέπω πολλές, τους στέλνω πίσω.
Κρεμάω μάλιστα και πλακάτ που τους ενημερώνει ότι είμαστε πλήρεις.
Κακούς πελάτες στο ξενοδοχείο μου, δε θέλω πια.
Λίγους και σταθερούς θέλω.
Που κουβαλάνε σκέτο όνειρα και όχι απωθημένα.
Που θα εκτιμήσουν τις παροχές και θα προσφέρουν και εκείνοι.
Που ακόμη όμως και αν αποφασίσουν να φύγουν, δε θα το κάνουν σαν κλέφτες.
Δε ‘θα είναι κλέφτες
Αν όμως κατορθώσεις να με πείσεις πώς αξίζει να έχεις και εσύ ένα δωμάτιο, να ξέρεις θα σου δώσω το καλύτερο.
Εκείνο που έχω ντύσει με χρώματα, που μυρίζει λεμονιά, που η μουσική του σε ταξιδεύει, που δε θα ‘θες να αλλάξεις με κανένα.