Θα ‘χετε παρατηρήσει, βέβαια, πως όταν ήμασταν μικροί δεν είχαμε ούτε μία υποχρέωση ούτε μία ευθύνη, ζούσαμε σε έναν παράδεισο. Παγωτό χωνάκι το καλοκαίρι, φαΐ κι ατέλειωτο παιχνίδι τον χειμώνα. Οι γονείς φταίνε για όλα, υπήρξαμε και τα χαϊδεμένα του παππού και της γιαγιάς, γενικά μία αφασία.

Κι έρχεται η ώρα των πρώτων διακοπών. Οι γονείς οδηγούν, κάνουν τα μεγαλίστικά τους, εσύ απλώς κοιμάσαι στο πίσω κάθισμα αγκαλιά με τον σκύλο. Ξενοδοχεία, ύπνος, φαΐ, παρέα, δώρα κι όλα ωραία κι εύκολα να συμπληρώνουν το πακετάκι.

Κι έρχεται η ώρα των πρώτων διακοπών με το αεροπλάνο. Κάτι μεγάλο και συναρπαστικό. Είσαι τόσο ενθουσιασμένος που θα δεις κάτι άλλο πλην των τεσσάρων τοίχων του δωματίου σου και του πεζοδρομίου της πόλης σου. Όμως δε διαλέγεις ούτε καν τα ρούχα που θα σε συνοδέψουν στο ταξίδι. Με άλλα λόγια, είσαι ακόμα μικρό παιδί. Με δύο ζευγάρια μάτια να προσέχουν την κάθε σου κίνηση. Περπατάς στο αεροδρόμιο σαν κύριος/κυρία. Με το κουκλάκι στο ένα χέρι, το μπισκότο στο άλλο, είσαι εντελώς φίρμα και κόβεις βόλτες σε ένα χαώδες τεράστιο μέρος όπου όλοι τρέχουν σαν τρελοί, λες και τους κυνηγάνε. Εσύ δεν καταλαβαίνεις, απλώς απολαμβάνεις το μπισκότο σου.

Η μαμά αγχώνεται, ο μπαμπάς στο κινητό. Ωραίο το μπισκότο. «Μαμά, θέλω κι άλλο.» Επιβίβαση∙ πρώτη φορά ακούς τέτοια πολύπλοκη λέξη. Τι περίεργοι που είναι αυτοί οι μεγάλοι. Κάτι κυρίες με στολές σε λένε γλυκούλι κι εσύ ανεβαίνεις όλο αυτοπεποίθηση σε αυτό που άκουσες τη μαμά να το λέει «αεροπλάνο». Επιβίβαση. Αποβίβαση. Φαΐ. Ύπνος. Βόλτα. Α, και μπισκότα. Επιβίβαση. Αποβίβαση. Σπίτι κι ύπνος. Ωραία ζωή.

Ξυπνάς μία μέρα κι είσαι 18. Ενηλικιώθηκες πια. Φοβερό επίτευγμα κι όνειρο που ήθελες να πετύχεις τα τελευταία 18 σου χρόνια. Και τώρα τι; Πανεπιστήμιο, η πολυπόθητη ανεξαρτησία, πάρτι, αλκοόλ, ταξίδια. Η στιγμή που μπαίνεις στο αεροπλάνο, με τους φίλους σου πλέον κι όχι με τους αγχώδεις γονείς σου.

Η αίσθηση ανεξαρτησίας σε κάνει να νιώθεις υπερδιέγερση, κάνεις τρέλες, πλάκες στους κολλητούς, τρως και πίνεις πολύ, χορεύεις τη ζωή σου. Τρέχεις στους πολύχρωμους δρόμους και στα ηλιόλουστα σοκάκια της πόλης και νιώθεις πως η ζωή δεν έχει όρους, ούτε κι όρια, πως δεν υπάρχει χρόνος, όλα είναι αέναα. Γνωρίζεις καινούριο κόσμο κι αισθάνεσαι δυνατός. Κάνεις βουτιά στη θάλασσα στις 6 το πρωί, χωρίς μαγιό, χωρίς ρούχα, χωρίς κανόνες. Επιστρέφοντας σκέφτεσαι πως ήταν οι καλύτερες διακοπές της ζωής σου.

Και φτάνεις τα 20κάτι. Και τότε μια μέρα ξυπνάς απ’ τον ύπνο σου και μαζί κι απ’ τον λήθαργό σου. Ξαφνικά βλέπεις τον κόσμο με άλλο μάτι. Βλέπεις την τρομοκρατική επίθεση στο αεροδρόμιο. Βλέπεις την αεροπειρατεία στο αεροπλάνο που ήταν να επιβιβαστείς. Βλέπεις τα σύννεφα να καλύπτουν τον ήλιο που δε λούζει πια τα σοκάκια κι οι δρόμοι γίνονται ασπρόμαυροι. Βλέπεις τον ναρκομανή στη γωνία να παίρνει τη δόση του. Βλέπεις τον άστεγο να κοιμάται στην παραλία που πήγες να κάνεις τη βουτιά σου. Και συνειδητοποιείς πως τίποτα δεν είναι αέναο, πως ό,τι έζησες στα 18 ίσως και να μην το ξαναζήσεις, διότι δεν έχεις πια το ίδια μυαλά, τις ίδιες αντοχές, μπορεί ούτε και τα ίδια όνειρα. Πως ό,τι ένιωσες στα 18 ίσως να το νιώσεις λιγότερο στα 23. Πως, μάλλον, τίποτα δε μένει για πάντα. Κι αυτό σε πονάει. Κανείς δεν στο ‘χε πει πριν. Πανικοβάλλεσαι.

Και τότε ξέρεις πως έχει έρθει η ώρα που σου λέγανε όταν ήσουν μικράκι. Φοράς τα πιο όμορφά σου ρούχα, φτιάχνεις τη βαλίτσα σου βάζοντας μέσα τα πιο δυνατά σου χαρακτηριστικά, οπλίζεσαι με υπομονή και ξεκινάς. Φτάνεις στο αεροδρόμιο και προχωράς. Κάνεις σταθερά βήματα, όχι σαν αυτά τα μικρά που έκανες παιδί. Δεν αναρωτιέσαι πια γιατί όλοι τρέχουν σαν τρελοί. Ξέρεις πια πως είναι τρελοί. Επειδή όλοι μας είμαστε. Επειδή η ζωή μας μάς τρελαίνει καμιά φορά. Λες ένα τελευταίο «αντίο» στη μαμά και στον μπαμπά που σε χαιρετάνε από μακριά. Κι επιβιβάζεσαι.

Τώρα πια ξέρεις πολύ καλά τι σημαίνει αυτή η λέξη, «επιβιβάζομαι». Όμως, πού πας; Μπαίνεις μέσα στο αεροσκάφος. Επικρατεί πανικός. Μικρά παιδιά φωνάζουν, δε σου ταιριάζουν. Άλλοι μόνοι τους, άλλοι με τα ζευγάρια τους. Εσύ με την αφεντιά σου. Μιλάνε όλοι για τις καιρικές συνθήκες, ανησυχία. Δε χωράνε οι βαλίτσες, πρέπει να πάρουν κάτω τη δική σου. Αντιστέκεσαι. Θες τη σιγουριά σου. Παρ’ όλα αυτά τελικά, υποχωρείς. Γιατί, καμιά φορά, πρέπει να υποχωρούμε σε αυτή τη ζωή. Κάθεσαι, φοράς τη ζώνη σου. Κλείνεις απαλά τα μάτια σου. Και λες «καλή μου πτήση». Όμως, πού πας;

Και το αεροπλάνο ξεκινάει. Βρίσκεσαι στην απογείωση του αεροπλάνου σου που είναι η ζωή σου. Καλό ταξίδι!

 

Συντάκτης: Αλκμήνη Γιαννή
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη