Περνάμε πολύ χρόνο στο ίντερνετ πια και τον περισσότερο στα social media. Συγκεκριμένα, ένας άνθρωπος θα αφιερώσει κατά μέσο όρο περίπου 5 χρόνια και 4 μήνες απ’ τη ζωή του σ’ αυτό. Τώρα σκέψου πως για το φαγητό μας συνολικά στη ζωή μας θα αφιερώσουμε περίπου 3 χρόνια. Όσο κι αν σε εκπλήσσει, το πιο τρομακτικό είναι πως όσο είμαστε σ’ αυτά τα μέσα δικτύωσης δεν κάνουμε και τίποτα ουσιαστικά αξιόλογο. Εκτός κι αν θεωρείται πια σπουδαίο να ‘ναι κανείς επικριτικός, αγενής και προσβλητικός -έμμεσα ή άμεσα.
Εκμεταλλευτήκαμε κάτι που άλλες γενιές ούτε που φαντάζονταν, την άμεση πρόσβαση στην επικοινωνία και το βήμα του δημόσιου λόγου –είτε ανώνυμα είτε επώνυμα– αλλά προς ποια κατεύθυνση; Έγιναν όλα για να ανεβάσει ο Γιωργάκης μετά τον χωρισμό ένα άκρως σεξιστικό meme στο οποίο οι κολλητοί θα κάνουν σχολιάκια επικροτώντας ή μήπως για να στάξει λίγο δηλητήριο το Μαράκι με την επόμενη selfie της (που της πήρε 2 ώρες να τραβήξει) γράφοντας και κανένα –τραγικά χιλιοειπωμένο– τσιτάτο, ώστε να μαζέψει δεκάδες like από γνωστούς, φίλους, συγγενείς και δυνητικούς γκόμενους; Ρε, φίλε, αλήθεια τώρα;
Κι έπειτα είναι κι όλη αυτή η κακία που σκορπάμε κάτω από δημοσιεύσεις άλλων, κάτω από βίντεο ή ειδήσεις. Δηλώσεις που προωθούν κι (ανα)παράγουν εγωπάθεια, αλαζονεία, ναρκισσισμό, μισανθρωπία κι ενίοτε φανατισμό. Ανώνυμα υιοθετούμε ένα ψευδώνυμο ή μια περσόνα και ξερνάμε την πικρία μας κι όση κακία αφήσαμε να φωλιάσει μέσα μας. Ηθικολογούμε κι επικρίνουμε, δικάζουμε και καθόμαστε αναπαυτικά στο βάθρο του πουριτανισμού μας. Επώνυμα, κρατάμε μεν μια –και καλά– political correct στάση, αλλά δεν παραλείπουμε να ανεβάσουμε κάποιο τυχαίο χιουμοριστικό meme που σαφώς όλο και κάποιον θα λοιδορεί.
Όμως γιατί το κάνουμε αυτό, αλήθεια; Αδυνατώ να πιστέψω πως είμαστε όλοι αλάνθαστοι, πως όλοι μας κατέχουμε τη μία και μοναδική αλήθεια. Αδυνατώ να πιστέψω πως εμείς οι τόσο «ηθικοί» και «νοήμονες» δεν αντιλαμβανόμαστε πως δεν είναι δα και τόσο αστείο να διαπομπεύεις ανθρώπους γιατί έχουν μια ντοπιολαλιά, γιατί φορούν κάτι περίεργο, γιατί έπεσαν ή γιατί έκαναν μια σαχλαμάρα, βρε αδερφέ.
Βάσει ερευνών στην ανθρώπινη ψυχολογία φαίνεται πως προσπαθούμε τόσο πολύ να προβάλλουμε την καλή μας εικόνα στα social media που κάποια στιγμή απ’ όλη αυτήν την πλασματική συμπάθεια των likes, ο εγωισμός κι η αυτοπεποίθησή μας αυξάνονται δυσανάλογα. Ταυτόχρονα, η απόσταση που παρέχει το μέσο απ’ το άτομο που ουσιαστικά διαβάλλουμε, μας επιτρέπει να ‘μαστε πολύ πιο αγενείς κι εξυπνάκηδες απ’ ό,τι αν αλληλεπιδρούσαμε ή αν τον γνωρίζαμε διά ζώσης.
Επιπλέον, μερικές φορές ξεχνάμε ότι μιλάμε δημόσια όταν κοινοποιούμε ένα δηκτικό σχόλιο -γράφοντας κάτι από ένα smartphone φαίνεται σχεδόν σαν να μιλάμε μόνο για τον εαυτό μας, ενώ επί της ουσίας μόνο αυτό δεν κάνουμε. Την ίδια στιγμή δε νιώθουμε υποχρεωμένοι να λογοδοτήσουμε για τις πράξεις μας, γεγονός που αποδυναμώνει πολλές απ’ τις κοινωνικές παρεμποδίσεις ενάντια στο να φερθούμε σαν άξεστοι κι απολίτιστοι.
Εντάξει, όλοι είπαμε ή γελάσαμε με ανέκδοτα για ξανθιές, με Πόντιους, με τον Γερμανό, τον Ιταλό και τον Έλληνα. Ξέρουμε, όμως, ότι στο ανέκδοτο του Τοτού ίσως είμαστε εμείς ο περίγελος, έτσι; Ίσως το ξέρουμε, μα δε μας νοιάζει όσο δε μας ακουμπά. Λέμε για κάποιους πως είναι δημόσια πρόσωπα κι εκτίθενται σαν μονομάχοι σε αρένα και γινόμαστε εμείς τα κτήνη που τους κατασπαράζουν. Ακόμα όμως κι όταν τελικά μπαίνουμε εμείς στο στόχαστρο, λέμε στους εαυτούς μας αυτό το εμετικό «κράζεις άρα θαυμάζεις» γιατί η μαμά μας μάς μεγάλωσε να μην τους ακούμε τους άλλους «γιατί ζηλεύουν». Σκέτη τρέλα, δε νομίζεις;
Ξαφνικά το χιούμορ έγινε κακία κι αγένεια κι εμείς αδυνατούμε να το καταλάβουμε, γιατί το ‘χουμε τόσο συνηθίσει. Δε μας νοιάζει ότι στην τάχα αστεία εικόνα που ανεβάσαμε υπάρχει κι ένας άνθρωπος που διασύρεται. Δεν αναγνωρίζουμε το ρατσιστικό ή σεξιστικό, γιατί το βαφτίσαμε σάτιρα. Προβάλλουμε το παραπέτασμα της ελευθερίας του λόγου και γινόμαστε ασύδοτοι. Δικαιολογούμε τους εαυτούς μας λέγοντας πως κάνουμε πλάκα και κοιμόμαστε ήσυχοι σε βάρος κάποιου άλλου. Στην πραγματικότητα, όμως, ούτε χιούμορ είναι ούτε σάτιρα, μια έμμεση διαπόμπευση είναι κι εμείς γινόμαστε κανίβαλοι του είδους μας.
Κατηγορήστε με για ρομαντική, θα το δεχτώ, όμως αλήθεια πιστεύω σ’ εμάς. Πιστεύω πως μπορούμε να απορρίψουμε την κάθε viral φόλα που μας σερβίρουν, γιατί είμαστε μακράν η πιο ενημερωμένη γενιά. Είμαστε αυτοί που οι απαντήσεις είναι μια αναζήτηση μακριά. Αυτοί που μπορούμε να φέρουμε στο φως κάθε αλήθεια με λίγο WiFi. Αυτοί που έχουν την επιλογή να σκρολάρουν μακριά απ’ τα στερεότυπα και τις κακοήθειες και να μας πάμε ένα βήμα παραπέρα. Έχω πίστη σ’ εμάς έστω κι από γινάτι. Μπορούμε να σταματήσουμε αυτόν τον έμμεσο αλληλοσπαραγμό με λίγη καλοσύνη. Μέσα μας είναι, αρκεί να την ψάξουμε -ιδανικά πριν την επόμενη δημοσίευσή μας.
Πηγές: The Wall Street Journal, Health, Social Media Today
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη