Υπάρχουν οι από απόφαση σκληρόπετσοι, οι κυνικοί, οι ελαφρώς αδιάφοροι. Υπάρχουν κι εκείνοι που αναγκάστηκαν να τους προσποιηθούν και μέρα με τη μέρα άρχισαν να συνηθίζουν. Σούσουρα από στόμα σε στόμα «ο παρτάκιας», «το κωλόπαιδο», «η φαντασμένη». Περσόνες ολόκληρες που στήθηκαν επάνω σ’ ένα κουτσομπολιό, σε μια πρωτοδεύτερη εντύπωση. Άνθρωποι στιγματισμένοι, δικαίως ή αδίκως, καμία φορά δεν προλαβαίνουν ούτε οι ίδιοι να εξετάσουν την αλήθεια πίσω από την ηχορύπανση. Καμιά φορά οι φωνές των άλλων γίνονται φωνές στο κεφάλι τους και αμφιβάλουν περισσότερο απ’ όλους.

Χόμπι μαζικής αποδοχής κι ας κατακρίνεται απ’ τους περισσότερους. Έχεις επιδοθεί κι εσύ μαζί με μένα και τους άλλους. Σ’ έφαγε μια βιασύνη, μια αφιλτράριστη κουβέντα, μια απογοητευτική συμπεριφορά και το κότσαρες το πόρισμά σου. Λαϊκά δικαστήρια σε κάθε παρέα, σε κάθε μάζωξη. Τι ανθρωπάκια είμαστε! Και πόσο εύκολα ξεχνάμε τις αδυναμίες μας όταν έρθει η ώρα να μιλήσουμε για εκείνες κάποιου άλλου.

Κάθε φορά που ένα «αναίσθητος» βγαίνει από το στόμα μας, τόσο πιο ευαίσθητοι αισθανόμαστε, τόσο το γόητρό μας ανεβαίνει, κάτσαμε κι απόψε στο θρόνο μας. Κι αυτό το έστω και στιγμιαίο συναίσθημα υπεροχής είναι τόσο εξαρτησιογόνο που μας δένει όλο και περισσότερο με την κακιά συνήθεια. Παρατήρησέ το την επόμενη φορά που θα κρίνεις μια οποιαδήποτε συμπεριφορά, που θα βιαστείς με λιγοστά στοιχεία να καταδικάσεις, που θα δεις ξανά το ίδιο δέντρο και θα χάσεις το δάσος.

Ο Κώστας λέει ότι οι περισσότεροι άνθρωποι που κατοικούν σ’ αυτό τον κόσμο είναι άνθρωποι γλυκείς, ευαίσθητοι, καλοσυνάτοι. Κι όσο ο Κώστας μοίραζε έτσι απλόχερα εμπιστοσύνη και μεγαλοψυχία εγώ τα ‘βλεπα για ευκολοπιστία. «Μην τσιμπάς!» του έλεγα, «όλοι καθάρματα είμαστε». Δεν άλλαξα τελείως γνώμη, απλώς ενίοτε προσπαθώ να θυμάμαι την εξελικτική πορεία, τη διαδρομή του καθενός μέχρι το σήμερα που έτυχε οι δρόμοι μας να συναντηθούν.

Κανένας δε γεννήθηκε αναίσθητος, κανένας δεν απολαμβάνει τις επικριτικές ματιές των άλλων, κανένας δε θα προτιμούσε να είναι αντιπαθής παρά αγαπητός, αν μπορούσε να επιλέξει, αν προλάβαινε να φανερώσει πλευρές του εαυτού του πριν τα πορίσματα πέσουν βροχή.

Μεγαλώνοντας έμαθα να εμπιστεύομαι περισσότερο τα κατ’ επίφαση καθάρματα απ΄ότι τα «καλά παιδιά». Τα πνεύματα αντιλογίας, τους παρεξηγημένους, αυτούς τους αυστηρούς και λιγομίλητους. Όσους δε μοιράζουν την κολακεία με την κουτάλα, όσους δε χαρίζουν και δε χαρίζονται. Ο καλός λόγος του απαιτητικού θα μετρήσει περισσότερο, η συγκίνηση του αδιάφορου είναι πάντοτε διπλή και συνήθως οι αγάπες τους είναι πιο στέρεες. Με ενέπνεαν κυρίως όσα δεν έλεγαν, οι ιστορίες πίσω απ’ την εικόνα, οι πληγές οι καλά κρυμμένες. Κάτι πάντα υπάρχει, δε γίνεται να μην υπάρχει.

Σ’ έναν ψηφιακό κόσμο που ο καθείς παλεύει να αποδείξει τα ανθρωπιστικά του φρονήματα και σ’ έναν πραγματικό που ο ανταγωνισμός μας γεμίζει καχυποψία κι εσωστρέφεια είναι πολύ δύσκολο να ξεχωρίσεις την ήρα απ’ το στάρι και συνήθως η κατάληξη είναι μία. Επιφυλακτικότητα, μοναξιά, απομάκρυνση απ’ το ταμείο και ουδέν λάθος αναγνωρίζεται, παραγραφή.

Σχέσεις της μιας βραδιάς, φιλίες της εβδομάδας, λόγια του αέρα. Οι άνθρωποι γνωρίζονται, έρχονται κοντά, εκτιμούνται, μέχρι να πέσει η «αναισθησία» στο τραπέζι. Τόσο ευαίσθητοι γίναμε, που δεν ανεχόμαστε την αναισθησία του άλλου, που μας κάθεται στο στομάχι, χώνουμε στα μπογαλάκια μας τις ευαισθησίες μας και φεύγουμε.

Ο «αναίσθητος» που μένει πίσω ή που φεύγει πρώτος αναρωτιέται εξίσου, δυσανασχετεί, πληγώνεται. Βρίσκεται όμως και σε θέση δυσμενή μιας και κανείς δε θέλει να τον νταντέψει, κανένας ώμος δε θα γείρει, δεν έχει ανάγκη αυτός.

Είναι απείρως ευκολότερο να είσαι το θύμα της υπόθεσης, ίσως γι’ αυτό το προτιμούν κι οι περισσότεροι. Ο «αναίσθητος» θα βιώσει τον πόνο του βουβά και θα συνεχίσει να προσπαθεί να κάνει αυτό που ξέρει καλύτερα σ’ έναν κόσμο που η ευαισθησία φαντάζει γραφικότητα κι αδυναμία. Να επιβιώνει. Με παρέα ή χωρίς.

 

Συντάκτης: Κατερίνα Κεχαγιά