Διαβάζω ξανά το ημερολόγιο, για πρώτη φορά μετά από χρόνια. Είχα πει θα σε ξορκίσω. Πολλά χρόνια στοίχιωσες την σκέψη μου. Δεν ήθελα να γυρνάω πίσω και να μάχομαι στην αρένα των αναμνήσεων.
Έφτασα στη σελίδα με την πρώτη μου φορά. Μαζί σου και γενικά. Κάθε ανατριχιαστική λεπτομέρεια γίνεται με μιας εικόνα στα μάτια μου. Ερωτισμός, χάδια, αγάπη, χτυποκάρδι, ιδρώτας, γύμνια.
Όσοι ήρθαν μετά από εσένα, ποτέ δεν σ’έφτασαν. Ήρθαν, έμειναν για λίγο, πέρασαν κι έφυγαν. Κανείς δεν με άγγιξε ποτέ όπως εσύ. Ούτε στο σώμα, ούτε στη ψυχή.
Είχαμε κάτι όμορφο. Όσο διαβάζω τόσο θυμάμαι. Και αν σκεφτέις ότι αυτό το ημερολόγιο ήταν η πέτρα του σκανδάλου. Λυσσούσες που καθόμουν με τις ώρες και έγραφα, παρ’ όλο που ήξερες πως με βοηθάει πολύ.
Και όταν σου ήρθε μια ημέρα η φαεϊνή ιδέα να το ανοίξεις και να το διαβάσεις, εν αγνοία και απουσία μου, ήταν σαν να άνοιγες το κουτί της Πανδώρας. Για λίγο μπήκες στον κόσμο μου και κρυφοκοίταξες από την κλειδαρότρυπα.
Τσαντίστηκες με κάποιες κριτικές μου που αφορούσαν σε κάποια πράγματα που δεν μου άρεσαν σε εσένα. Πράγματα μικρά, καθημερινά. Μα καλέ μου, τι νόμιζες; Γίνεται κάποιος να είναι τέλειος; Άλλωστε κι εσύ είχες τέτοιες σκέψεις για εμένα. Το ότι δεν τις αποτύπωνες στο χαρτί, δεν σημαίνει κάτι.
Θυμάμαι για τις σελίδες που είχα ποτίσει με αλμύρα- αυτή από τα δάκρυά μου, όχι την άλλη, την αλμύρα της θάλασσας- δεν είχες πει κουβέντα. Τι να πεις; Αφού ήσουν ο ηθικός αυτουργός. Πολλά θυμάμαι τελικά. Α, ναι! Θυμάμαι και τους άντρες που έκαψες. Ναι! Εσύ τους έκαψες. Μονοπολώντας την καρδιά μου επι χρόνια, δεν άφησες χώρο για κανέναν άλλο.
Πολλοί προσπάθησαν να μπουν, μα κανείς δεν βρήκε το αντίδοτο στα ανθεκτικά σου μάγια. Και όταν άκουγα αυτή την λέξη, έτρεχα μακριά. Όχι, δεν το δεχόμουν. Δεν ήθελα να το ακούσω από κανέναν άλλο και σίγουρα δεν το ένιωθα για κανέναν άλλο.
Α, δεν σου είπα και το καλύτερο. Έχουν περάσει χρόνοι δέκα, μα εγώ ακόμα εκεί. Κολλημένη. Στην θύμησή σου, στο άρωμα σου, στα φιλιά μου ‘δινες στα βλέφαρα και τσαντιζόμουν γιατί μου χαλούσες το μακιγιάζ.
Στα αυθόρμητα ταξίδια, στα λούνα παρκ, στο ότι είχα χάσει το στοίχημα και βγήκα βόλτα με τα ρούχα σου, στον απίστευτα αισθησιακό έρωτα που μου έκανες μετά. Ακόμα και στον καπνό από τα τσιγάρα σου, που τόσο σιχαινόμουν.
Σε έδιωξα, δεν έφυγες. Κι αυτό επειδή βιαζόσουν. Δεν μπορούσες να με περιμένεις. Και έτσι με αντικατέστησες.
Κάπου εκεί σταμάτησα να γράφω στο ημερολόγιο που τόσο μισούσες. Δεν είχα πια κάτι να γράψω.