Κάθε χωρισμός είναι κι ένας μικρός θάνατος, λένε κάποιοι. Μια απώλεια που σου προσφέρει πόνο. Πόνο που κάποια στιγμή ξεπερνάς ή έστω μαθαίνεις –αργά ή γρήγορα– να ζεις μ’ αυτόν. Μακάβριοι αλλά δίκιο έχουν, τελικά. Κάθε φορά νομίζεις πως συνηθίζεις, μα πάλι την επόμενη πονάς τόσο που απορείς πώς ένας άνθρωπος μπορεί να ‘χει τόσο έντονα συναισθήματα για έναν άλλο.
Κι απογοητεύεσαι, και πενθείς, και θυμώνεις και κλαις και μένεις κάγκελο με τον μαζοχισμό σου και με ‘κείνο το βάρος στο στήθος που επιτρέπεις να σου προκαλεί η απουσία ενός ανθρώπου.
Έτσι ξεκινάει, αυτοκαταστροφικά. Είναι στάδια, ξέρεις, κι όπως όλα, έτσι κι αυτό, που τώρα μοιάζει ατελείωτο, θα περάσει. Φτάνει να το θες, να προσπαθήσεις ν’ αλλάξεις τον αρνητισμό, να κάνεις μια στροφή σε σκέψεις και πράγματα ευχάριστα, σε ασχολίες μόνο για ‘σένα. Να αρχίσεις να γράφεις, να χορεύεις, να βγαίνεις για ποτό με φίλους και γενικά να γεμίζεις τις ώρες σου με ό,τι κι όσους σε κάνουν να χαμογελάς.
Πάντα σου φόρτωνες τα λάθη και τις ευθύνες. Πάντα μαστίγωνες τον εαυτό σου για τυχόν αστοχίες σου, πάντα κατηγορούσες εσένα και δικαιολογούσες τον άλλον, τον όποιο άλλο. Κι έτσι ανέβαζες εκείνον στο πιο ψηλό βάθρο κι έριχνες εσένα. Αρκεί αυτός που βιάστηκες να ονομάσεις «άνθρωπό σου» να ‘ναι κάπου ψηλά. Να μην τον ακουμπάει τίποτα και κανείς. «Είναι μοναδικός άνθρωπος αυτός. Δεν είναι σαν τον υπόλοιπο κόσμο» έλεγες και γελούσε κι ο κάθε πικραμένος μαζί σου, γιατί μπορούσε να δει τη θολούρα της καψούρας σου.
Κανένας, όσο τέλειος κι αν δείχνει ή όντως είναι, δεν αξίζει τη θέση στο υψηλότερο βάθρο της ζωής σου, πολύ απλά γιατί αυτή η θέση είναι δική σου. Εξάλλου, το συναίσθημα ποτέ δεν ήταν αντικειμενικός σύμβουλος και κανείς δε θα μοιάζει τόσο υπέροχος όταν πάψει ο έρωτας να τον εξιδανικεύει. Κανείς δεν είναι άγιος και σίγουρα κανείς δεν είναι αλάνθαστος, έτσι ώστε να ρίχνουμε διαρκώς τον εαυτό μας κι ασυνείδητα –ή και συνειδητά, πολλές φορές– να ανεβάζουμε τον άλλον. Μία απομυθοποίηση απόσταση η πραγματικότητα.
Χώρισες και πονάς. Κι ο πόνος είναι αληθινός, σφίγγει το στομάχι, ζαλίζει το κεφάλι, αδυνατεί τα άκρα, πνίγει το στέρνο. Όλοι τον έχουμε αισθανθεί. Δεν υπάρχει άνθρωπος που δεν πληγώθηκε και δεν πλήγωσε από έρωτα. Και δεν υπάρχουν χρυσές συνταγές για να φύγουν όλα μαγικά σε μία στιγμή. Όχι, υπάρχει δρόμος κι απαιτείται χρόνος, μα το να μιλάς γι’ αυτό είναι το πρώτο βήμα. Μη θάβεις μέσα σου θλίψεις κι απογοητεύσεις. Εξωτερίκευσε τις σκέψεις σου, βγάλε όσα σε βαραίνουν. Δώσε φωνή στα σενάρια μες στο κεφάλι σου, ακόμα και στα πιο ακραία. Μόνο σκορπώντας τα θα τα αποδυναμώσεις για να δυναμώσεις εσένα!
Μην κλειδώνεσαι στο καβούκι σου και μην κλείνεις τους διακόπτες των συναισθημάτων σου. Τι θα κερδίσεις με το να πατήσεις απλά ένα επιφανειακό shut down; Θα ‘σαι καλύτερα με το να απομονώνεσαι και να μην αφήνεις κανένα να σταθεί έμπρακτα δίπλα σου; Μίλα, άνοιξε το στόμα σου και μίλα για όσα παιδεύουν τις σιωπές σου. Άδειασέ τα όλα από μέσα σου, κλάψε, φώναξε, θύμωσε, βρίσε κιόλας, αν το έχεις ανάγκη. Κανείς δε θα κρίνει, κάποιος όμως μπορεί να σε καταλάβει. Δικά σου συναισθήματα, δικό σου και το δικαίωμα να τα εκτονώσεις.
Πες τα σε ‘κείνους που εμπιστεύεσαι. Χωρίς απαραίτητα να ψάξεις για συμβουλές και κατευθύνσεις. Αν τα βγάλεις όλα από μέσα σου κι αρχίσεις να αδειάζεις την ψυχή, θα μπορέσεις να τα δεις όλα κάπως πιο αντικειμενικά, θα βγεις απ’ τον ρόλο του θύματος, θα βρεις τις απαντήσεις. Θα σκάσεις τη φούσκα, θα μικρύνεις αυτόματα αυτό που επιμένεις να μεγαλοποιείς.
Έτσι θα βρεις τη δύναμη να σταθείς ξανά στα πόδια σου, θα συνειδητοποιήσεις πως δεν έχεις κανέναν ανάγκη. Όσο θα λες όσα ένιωσες, όσα στερήθηκες, όσα μετάνιωσες, όσα ανέχτηκες, παράλληλα θα τα ακούς κιόλας. Κι όταν μιλάς καθαρά κι εντελώς ειλικρινά, θα καταλαβαίνεις, θα προσγειώνεσαι, θα απομυθοποιείς.
Γιατί όταν καλείσαι να περιγράψεις με λέξεις τα συναισθήματά σου –θέλοντας και μη– τα κατεβάζεις σε ένα ρεαλιστικό πλαίσιο. Και κάπου εκεί καταλαβαίνεις ότι δεν κανείς αξίζει να βρίσκεται εκεί πάνω και σίγουρα δε σου αξίζει να βρίσκεσαι εκεί κάτω. Καιρός να κατεβάσεις τους άλλους. Καιρός να ανεβάσεις εσένα!
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη