Τέλος. Πόσοι τρόποι υπάρχουν για να το πεις και πόσες διαφορετικές περιπτώσεις τετελεσμένων καταστάσεων μπορείς να σκεφτείς; Πόσες από τις τελείες που βάζουμε ή μπαίνουν σε διάφορες εκφάνσεις της ζωής μας, σηματοδοτούν ένα καθαρόαιμο «the end» και πόσες σέρνουν μαζί τους άλλες δυο και γίνονται αποσιωπητικά στην πορεία; Μα τ’ αποσιωπητικά είναι ωραία μόνο όταν κρύβουν υπονοούμενα που καλείσαι να αποκωδικοποιήσεις. Αν δηλώνουν το ατελές εγώ θα πω να πάνε να γαμηθούν.
Όταν κάτι έχει πραγματικά τελειώσει μέσα σου σημαίνει πως έκανε τον κύκλο του κι έσβησε. Είτε ξενερώνοντάς σε, είτε περνώντας πια σε άλλη βάση στο μυαλό σου. Σημαίνει ότι το έζησες μέχρι εκεί που ήθελες να το ζήσεις.Ότι δεν άφησες ανοιχτούς λογαριασμούς ούτε ανείπωτα λόγια ή μισές πράξεις. Έτσι, καθετί ολοκληρωμένο που έφτασε στη φυσιολογική του φθορά μπαίνει πλέον στο χρονοντούλαπο του υποσυνείδητου και παύει να ενοχλεί με επανεμφανίσεις. Είτε ως σκέψη με κάθε αφορμή, είτε ως φυσική παρουσία.
Διότι σε στιγμές απελπισίας το να στρέφεσαι σ’ εκείνα τα όντως πεθαμένα περασμένα συναισθήματα και να προσπαθείς με το ζόρι να τ’ αναστήσεις είναι σαν ν’ αποζητάς ανθρώπινες σχέσεις σε μορφή ζόμπι. Κι όπως καταλαβαίνεις κάτι τέτοιο δε λέει. Ούτε πάθος μπορεί να σου προσφέρει, ούτε συγκινήσεις να προκαλέσει, ούτε είναι ικανό να ταράξει τη βαρετή ησυχία σου.
Τι γίνεται όμως μ’ εκείνες τις καταναγκαστικές τελείες που μπήκαν «ετσιθελικά», απότομα και βίαια στη θέση που κανονικά ήταν να μπει ένα κόμμα; Τι γίνεται μ’ όσα ήθελες να ζήσεις αλλά τα σκότωσες ή τα σκότωσε κάποιος άλλος προτού το «θα» γίνει ενεστώτας κι έπειτα αόριστος; Αυτή είναι βλέπεις η φυσική εξέλιξη των πραγμάτων. Κι αν είναι κάτι να περάσει, μόνο αν το κατακτήσεις θα περάσει όντως πραγματικά. Στην ώρα του. Αν παραμείνει για σένα απάτητο πάντα θα σε ιντριγκάρει. Όσο κι αν το καταχωνιάσεις προσπαθώντας να παραμυθιαστείς.
Σε κάτι τέτοιες περιπτώσεις η θεωρία του ξαναζεσταμένου φαγητού, που υποστηρίζουν πολλοί αναφερόμενοι στις επιστροφές ανθρώπων που έχουν περάσει απ’ τη ζωή μας, δυστυχώς ή ευτυχώς δεν ευσταθεί. Κι αυτό γιατί όσα δεν ξεκίνησαν καν, δεν πρόλαβαν και να τελειώσουν. Όσα δε συνέβησαν δεν προσβλήθηκαν ποτέ απ’ τη φθορά. Όσα θελήσαμε πολύ μα δεν αγγίξαμε ποτέ παραμένουν εδώ, ως κάτι που ουσιαστικά δεν έσβησε στ’ αλήθεια οριστικά. Κι αν ο χρόνος καταφέρει να απαλύνει τελικά μετά από καιρό την οργή του ανολοκλήρωτου, θα το κάνει μετατρέποντας την επιθυμία από λαίλαπα σε φλόγα που θα σιγοκαίει. Ύπουλα, υποχθόνια και ίσως ανεπαίσθητα για το συνειδητό. Όμως ακόμη θα καίει.
Κάπου διάβασα μια φράση. «Λέω πως τέλειωσε μα για κάνε πως γυρίζεις» έλεγε. Κι έτσι ακριβώς λειτουργούν οι ανοιχτές υποθέσεις στον έρωτα. Νομίζουμε πως τελικά τις έχουμε ξεφορτωθεί παίρνοντας ο καθένας τον χρόνο που του χρειάζεται, όμως δε μιλάμε για τίποτε περισσότερο από μια πλασματική ηρεμία που επήλθε μέσω της συνήθειας απέναντι στην απώλεια. Αν όντως ξαναγύριζε όμως; Αν μας δινόταν η ευκαιρία στο πιάτο ν’ αρπάξουμε τον άνθρωπο που ποθήσαμε όσο τίποτε, πριν οι δρόμοι μας χωρίσουν με τρόπο αυθαίρετο;
Είμαι κάτι σαν σίγουρη πως μια τέτοια επιστροφή θα ήταν εξίσου έντονη με την αρχική αίσθηση, αν όχι και περισσότερο μιας και ό,τι καταπιέζεται ξεσπάει. Μια τέτοια επιστροφή δε θα υστερούσε καθόλου σε πάθος, ένταση και λαχτάρα, αφού και η σπίθα ακόμη κάτω από τις κατάλληλες συνθήκες μπορεί να γίνει όντως πυρκαγιά, που λέει και το τραγούδι. Oτιδήποτε δεν αποκτήσαμε παρέμεινε στα πλαίσια αυτών που πάντα θα θέλαμε. Στα πλαίσια της επιθυμίας που δεν πραγματώθηκε. Άρα ίσως και να μην πρόκειται καν για επιστροφή τελικά αφού ό,τι δεν είχαμε δεν επιστρέφει. Απλώς έρχεται. Και είναι στο χέρι μας αν θα επιλέξουμε να παραδοθούμε στη φωτιά του που κάποτε μας τρόμαξε ή αν θα το προσπεράσουμε σαν να μην υπήρξε ποτέ.
Αυτές οι επανεμφανίσεις θέλουν, βέβαια, κότσια. Κότσια που δε διαθέτουν πολλοί. Αν όμως τελικά γίνει το θαύμα και ζήσεις μια τέτοια επανεμφάνιση, πιάσ’ την απ’ τα μαλλιά και βίωσέ τη στα άκρα. Πάρε πίσω το αίμα σου και μετέτρεψε τα καταπιεσμένα συναισθήματά σου σε «never seen passion» που λένε και οι Hooverphonic κι έχουν τόσο δίκιο. Όταν έρθει η ώρα να πληρώσει τα σπασμένα το απωθημένο σου, θα γίνει μ’ έναν τρόπο που κανείς σας ποτέ δε θα ξεχάσει. Γιατί μέσα σας θα κρύβεται ένα ηφαίστειο που κάποιος δοκίμασε να σβήσει κάποτε με ποτιστήρι κι έπεισε τον εαυτό του πως και καλά τα κατάφερε.
Επιμέλεια κειμένου Έλλης Πράντζου: Ελευθερία Παπασάββα.