Θυμάμαι που στα οκτώ μου πρώτη φορά ετοίμασα ένα μικρό βαλιτσάκι, έβαλα μέσα δυο βρακιά κι ένα αρκουδάκι και κατέβηκα τις σκάλες του σπιτιού.
Έτσι έκανα σε κάθε τσακωμό μας.
Φωνάζαμε, μαλώναμε, βριζόμασταν και ούρλιαζα με οργή πως στα δεκαοκτώ θα ρίξω μαύρη πέτρα πίσω μου και δεν θα με ξαναδείς.
Όταν μπήκα στα ονειρικά δεκαοκτώ μου, δεν γέλασα.
Δεν ήξερα πως να αντιδράσω. Μάλλον, μου κύλησε ένα δάκρυ για την παιδικότητα που ήξερα πως θα αφήσω πίσω μου.
Αλλά δεν άλλαξαν πολλά. Πάλευα για τις εξετάσεις να περάσω σε μια σχολή της προκοπής, να χαρούμε όλοι, μαζί και η γιαγιά.
Όταν τελείωσα με το σχολείο έτρεξα να προλάβω να φωνάξω πως είμαι ενήλικας.
Βγήκα στους δρόμους με αέρα λίγο κοριτσιού και λίγο κυρίας.
Περηφανευόμουν περισσότερο σε κάθε μας καβγά και δήλωνα πως πλέον κάνω εγώ λογαριασμό για τον εαυτό μου, είμαι δεκαοκτώ!
Πόσο λάθος ήμουν, μαμά!
Κάπου διάβασα πως η ενηλικίωση έρχεται όταν αναγκαστείς να την υποστείς ή όποτε το επιλέξεις.
Στην πρώτη περίπτωση δεν μπορείς να κάνεις κάτι. Στην δεύτερη καλύτερα να μη προτρέξεις. Ενδέχεται να είναι μια καλοστημένη παγίδα.
Εγώ έτρεξα εκατοστάρι μετ’ εμποδίων και βγήκα πρώτη.
Βιάστηκα να αφήσω πίσω τα όμορφα χρόνια χωρίς ευθύνες, υποχρεώσεις και άγχη. Πλανήθηκα πλάνην οικτρά. Έπεσα στην παγίδα σαν πρωτάρα και έπρεπε να επιβιώσω.
«Σκάσε και κολύμπα», είπα στον εαυτό μου, όπως μου έλεγες και εσύ.
Που να ήξερες τώρα, μαμά, πόσο αγχώνομαι για τα μαθήματα που χρωστάω και τρέχω. Πόσες φορές περνάει απο το μυαλό μου το αβέβαιο το μέλλον μου και πως έχω αποκτήσει κάρτα διαλογής πόντων του σούπερ μάρκετ, για να παίρνω τα τα ψώνια της εβδομάδας φθηνότερα.
Βγήκα το Σάββατο και μου μίλησαν στον πληθυντικό, μαμά.
Ένα παιδί πέντε χρόνια μικρότερό μου το πολύ.
Ένιωσα τα πόδια να μου κόβονται και έτρεξα να ψάξω για ρυτίδες στον καθρέπτη. Δεν έβγαλα ακόμη ευτυχώς! Μάλλον τον μπέρδεψε το eyeliner που έμαθα πια να βάζω χωρίς να μουτζουρώνομαι.
«Once you grow up, you can never come back.»
Αυτό μου έμαθε ο Πήτερ Παν που μου διάβαζες κάθε βράδυ.
Δε θα μπορέσω τώρα πια να ξαναγυρίσω στη χώρα του Ποτέ. Δεν ονειρεύομαι πλέον πως πετάω, ξέρω να γειώνω όλα μου τα όνειρα.
Μακάρι η ενηλικίωση να μου επέτρεπε μόνο να αγοράζω τσιγάρα, αλκοόλ και να ψηφίζω. Δε θέλω να πάρω το πακέτο με τις υποχρεώσεις και τις ευθύνες, μπορώ;
Αγχώνομαι που βλέπω το λογαριασμό της ΔΕΗ στον απέναντι τοίχο να τρέχει και ας τον άφησα επειδή είναι μικρό το ποσό.
Αγχώνομαι που δεν πήγα χθες στη σχολή, φοβάμαι μήπως δεν περάσω πάλι αυτό το μάθημα.
Αγχώνομαι που βγήκα τρεις φορές αυτή την εβδομάδα και χάλασα λεφτά, θα μου φθάσουν ως το τέλος του μήνα;
Μαμά, δεν θέλω πια να μάθω ούτε τι θα γίνω όταν μεγαλώσω.
Φοβάμαι το μέλλον μου αρκετές φορές.
Η Μαρία που πήρε το πτυχίο της πέρσι έπιασε δουλειά σε καφετέρια εδώ κοντά, στο είπα; Δεν της αρέσει, αλλά τι να κάνει.
Περιμένεις από ‘μένα πολλά και το ξέρω, αλλά μπορεί και να μην τα καταφέρω.
Μου φαίνεται κομματάκι δύσκολη η πραγματικότητα τελικά.
Εσύ θες να με δεις με πτυχίο στα τέσσερα χρόνια κι εγώ μπορεί να το τραβήξω κανένα ακόμη.
Η γιαγιά μου λέει να γίνω δασκάλα, γιατί έβγαζαν πολλά λεφτά οι δάσκαλοι στα χρόνια της, αυτό περιμένει από εμένα.
Εγώ θέλω να γίνω συγγραφέας, μαμά.
Δε θα βγάλω εύκολα το ψωμί μου, όπως λες και εσύ.
Έχω αρχίσει να πιστεύω πως έχεις δίκιο. Σε πολλά είχες τελικά δίκιο.
Λίγα χρόνια πριν θα μαλώναμε για αυτό. Δε μου άρεσε η πραγματικότητα που μου παρουσίαζες, δε μου άρεσε καθόλου.
Τώρα βλέπω πως τα πράματα είναι χειρότερα. Θέλω να ακούσω πάλι την πραγματικότητα που μου έλεγες, την προτιμώ.
Νομίζω πως χρειάζομαι μπρατσάκια, έφυγα απο τα ρηχά και μπήκα στα βαθιά νερά.
Δε νιώθω τόσο έφηβη, δε νοιώθω τόσο παιδί, ένιωσα επιτέλους ενήλικας.
Μαμά, νομίζω πως μεγάλωσα.